헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνθύπατος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνθύπατος ἀνθυπάτου

형태분석: ἀνθυπατ (어간) + ος (어미)

  1. 총독
  1. proconsul
  2. (as an adjective) proconsular

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀνθύπατος

총독이

ἀνθυπάτω

총독들이

ἀνθύπατοι

총독들이

속격 ἀνθυπάτου

총독의

ἀνθυπάτοιν

총독들의

ἀνθυπάτων

총독들의

여격 ἀνθυπάτῳ

총독에게

ἀνθυπάτοιν

총독들에게

ἀνθυπάτοις

총독들에게

대격 ἀνθύπατον

총독을

ἀνθυπάτω

총독들을

ἀνθυπάτους

총독들을

호격 ἀνθύπατε

총독아

ἀνθυπάτω

총독들아

ἀνθύπατοι

총독들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰπόντοσ δὲ τοῦ ἀνθυπάτου, Νῦν μέν σοι ἀφίημι αὐτόν, ἂν δὲ ὕστερον τοιοῦτόν τι τολμήσῃ, τί παθεῖν ἄξιόσ ἐστιν; (Lucian, (no name) 50:4)

    (루키아노스, (no name) 50:4)

  • ἀξιούντων δὲ πάντων ἄρχειν αὐτόν, καὶ πρώτων τῶν περὶ Σκηπίωνα καί Οὐᾶρον ἐξισταμένων καί παραδιδόντων τὴν ἡγεμονίαν, οὐκ ἔφη καταλύσειν τοὺσ νόμουσ περὶ ὧν τῷ καταλύοντι πολεμοῦσιν, οὐδὲ ἑαυτὸν ἀντιστράτηγον ὄντα παρόντοσ ἀνθυπάτου προτάξειν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 57 3:1)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 57 3:1)

  • ποία δύναμισ, ἣν μικρὸν ἀνθυπάτου διάταγμα κατέλυσεν ἢ μετέστησεν εἰσ ἄλλον, οὐδὲν οὐδ’ ἂν παραμένῃ σπουδῆσ ἄξιον ἔχουσαν; (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 32 17:1)

    (플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 32 17:1)

  • εἰσ εἰκόνα Θεοδώρου Ἰλλουστρίου καὶ δὶσ ἀνθυπάτου, ἐν ᾗ̓ γέγραπται παρὰ τοῦ ἀρχαγγέκου δεχόμενοσ τὰσ ἀξίασ ἐν Ἐφέσῳ ἵλαθι μορφωθείσ, ἀρχάγγελε· (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 361)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 1, chapter 361)

  • ταῦτα καὶ πολλὰ τούτοισ ὅμοια εἰπὼν καὶ δι’ ὀργῆσ ἀκράτου τῶν πατρικίων ὀνείδη κατασκεδάσασ, τήν τε συστρατευσαμένην αὐτῷ δύναμιν ἀπέλυσε τῶν σημείων καὶ τὴν μετὰ Φουρίου τοῦ ἀνθυπάτου διατρίβουσαν ἐν Αἰκανοῖσ μεταπεμψάμενοσ ἀφῆκεν ἐπὶ τὰ σφέτερα· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 17 6:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 17 6:2)

유의어

  1. 총독

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION