Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνάπαιστος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀνάπαιστος ἀνάπαιστος ἀνάπαιστον

Structure: ἀναπαιστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: From a)napai/w

Sense

  1. struck back, rebounding, (substantive), anapest, antidactylus, reversed dactyl, dactyl repercussus
  2. an anapaestic verse, parabasis; satire, ridicule

Examples

  • ὁ δὲ προλαμβάνων τὰσ δύο βραχείασ ἀνάπαιστοσ μὲν καλεῖται, σεμνότητα δ’ ἔχει πολλήν· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1723)
  • τρεῖσ μὲν γὰρ οἱ τοῦ πρώτου προηγούμενοι κώλου σπονδεῖοι πόδεσ εἰσίν, ὁ δὲ τέταρτοσ ἀνάπαιστοσ, ὁ δὲ μετὰ τοῦτον αὖθισ σπονδεῖοσ, ἔπειτα κρητικόσ, ἅπαντεσ ἀξιωματικοί. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1811)
  • ὁ δ’ ἑξῆσ μᾶλλον κρητικὸσ ἢ ἀνάπαιστοσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1828)
  • ὁ δὲ τελευταῖοσ ὑποβάκχειοσ, εἰ δὲ βούλεταί τισ, ἀνάπαιστοσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1830)
  • ἓξ πόδεσ ἐν χώραισι τόσαισ μετροῦσιν ἰάμβον, σπονδεῖοσ, χόριοσ, καὶ δάκτυλοσ ἠδ’ ἀνάπαιστοσ, πυρρίχιοσ καὶ ἰάμβοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 151)
  • ἄρχει δὲ τοῦ κώλου βακχεῖοσ ῥυθμόσ, ἔπειθ’ ἕπεται σπονδεῖοσ, εἶτ’ ἀνάπαιστόσ τε καὶ μετὰ τοῦτον ἕτεροσ σπονδεῖοσ, εἶθ’ ἑξῆσ κρητικοὶ τρεῖσ, σπονδεῖοσ δ’ ὁ τελευταῖοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1844)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION