Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄφθαρτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄφθαρτος ἄφθαρτη ἄφθαρτον

Structure: ἀ (Prefix) + φθαρτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fqei/rw

Sense

  1. uncorrupted, incorruptible

Examples

  • ΤΟ γὰρ ἄφθαρτόν σου πνεῦμά ἐστιν ἐν πᾶσι. (Septuagint, Liber Sapientiae 12:1)
  • ἄξιοι μὲν γὰρ ἐκεῖνοι στερηθῆναι φωτὸσ καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει, οἱ κατακλείστουσ φυλάξαντεσ τοὺσ υἱούσ σου, δἰ ὧν ἤμελλε τὸ ἄφθαρτον νόμου φῶσ τῷ αἰῶνι δίδοσθαι. (Septuagint, Liber Sapientiae 18:4)
  • φροντίζειν σῶον εἶναι τὸ Δηλιακὸν πλοῖον, ἀντὶ τῶν πονούντων ξύλων ἐμβάλλοντεσ ἄλλα καὶ συμπηγνύντεσ ἀίδιον ἐκ τῶν τότε χρόνων καὶ ἄφθαρτον ἐδόκουν διαφυλάττειν. (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 6 7:1)
  • ὡσ οὖν ἄφθαρτον οὖσαν τὴν ψυχὴν διανοοῦ ταὐτὸ ταῖσ ἁλισκομέναισ ὄρνισι πάσχειν· (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 10 2:1)
  • "καὶ γὰρ Ἐπίκουροσ, ὅταν λέγῃ τὸ πᾶν ἄπειρον εἶναι καὶ ἀγένητον καὶ ἄφθαρτον καὶ μήτ’ αὐξόμενον μήτε μειούμενον, ὡσ περὶ ἑνόσ τινοσ διαλέγεται τοῦ παντόσ· (Plutarch, Adversus Colotem, section 133)

Synonyms

  1. uncorrupted

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION