헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀδίδακτος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀδίδακτος ἀδίδακτη ἀδίδακτον

형태분석: ἀ (접두사) + διδακτ (어간) + ος (어미)

  1. 무식한, 어린, 무지한
  2. 학문이 없는, 미숙한
  3. 타고난, 무식한
  1. untaught, ignorant
  2. untrained
  3. untaught

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀδίδακτος

무식한 (이)가

ἀδίδάκτη

무식한 (이)가

ἀδίδακτον

무식한 (것)가

속격 ἀδιδάκτου

무식한 (이)의

ἀδίδάκτης

무식한 (이)의

ἀδιδάκτου

무식한 (것)의

여격 ἀδιδάκτῳ

무식한 (이)에게

ἀδίδάκτῃ

무식한 (이)에게

ἀδιδάκτῳ

무식한 (것)에게

대격 ἀδίδακτον

무식한 (이)를

ἀδίδάκτην

무식한 (이)를

ἀδίδακτον

무식한 (것)를

호격 ἀδίδακτε

무식한 (이)야

ἀδίδάκτη

무식한 (이)야

ἀδίδακτον

무식한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀδιδάκτω

무식한 (이)들이

ἀδίδάκτᾱ

무식한 (이)들이

ἀδιδάκτω

무식한 (것)들이

속/여 ἀδιδάκτοιν

무식한 (이)들의

ἀδίδάκταιν

무식한 (이)들의

ἀδιδάκτοιν

무식한 (것)들의

복수주격 ἀδίδακτοι

무식한 (이)들이

ἀδί́δακται

무식한 (이)들이

ἀδίδακτα

무식한 (것)들이

속격 ἀδιδάκτων

무식한 (이)들의

ἀδίδακτῶν

무식한 (이)들의

ἀδιδάκτων

무식한 (것)들의

여격 ἀδιδάκτοις

무식한 (이)들에게

ἀδίδάκταις

무식한 (이)들에게

ἀδιδάκτοις

무식한 (것)들에게

대격 ἀδιδάκτους

무식한 (이)들을

ἀδίδάκτᾱς

무식한 (이)들을

ἀδίδακτα

무식한 (것)들을

호격 ἀδίδακτοι

무식한 (이)들아

ἀδί́δακται

무식한 (이)들아

ἀδίδακτα

무식한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐκ ὦφθαι δέ φησιν οὔτε μέλισσαν οὔτε κηφῆνα ὀχεύοντασ, ὅθεν οὐκ εἶναι διιδεῖν πότερα αὐτῶν ἄρρενα ἢ θήλεα, πόθεν δ’ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἥσσονεσ μελισσῶν αἰεὶ γὰρ αὗται τὴν ἰσότητα τοῦ βίου τηροῦσιν, οὐ μεταβαλλόμεναι, ἀλλ’ ἀγείρουσαι καὶ ἀδιδάκτωσ ποιοῦσαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 47 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 47 2:4)

  • ἱστορεῖ δὲ καὶ εὐχῇ χρῆσθαι θεῶν τοὺσ ἐλέφαντασ ἀδιδάκτωσ, ἁγνιζομένουσ τε τῇ θαλάσσῃ καὶ τὸν ἣλιον ἐκφανέντα προσκυνοῦντασ ὥσπερ χειρὸσ ἀνασχέσει τῆσ προβοσκίδοσ; (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 17 2:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 17 2:1)

  • Ἱπποκράτησ μὲν οὖν ὧν ἴσμεν ἰατρῶν τε καὶ φιλοσόφων πρῶτοσ ἁπάντων, ὡσ ἂν καὶ πρῶτοσ ἐπιγνοὺσ τὰ τῆσ φύσεωσ ἔργα, θαυμάζει τε καὶ διὰ παντὸσ αὐτὴν ὑμνεῖ δικαίαν ὀνομάζων καὶ μόνην ἐξαρκεῖν εἰσ ἅπαντα τοῖσ ζῳοίσ φησίν, αὐτὴν ἐξ αὑτῆσ ἀδιδάκτωσ πράττουσαν ἅπαντα τὰ δέοντα· (Galen, On the Natural Faculties., , section 1339)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1339)

  • ὅθεν καὶ τῶν λόγων τοῖσ ᾐνιγμένοισ χαίρουσι μᾶλλον οἱ τηλικοῦτοι καὶ τῶν παιδιῶν ταῖσ περιπλοκήν τινα καὶ δυσκολίαν ἐχούσαισ ἕλκει γὰρ ὡσ οἰκεῖον ἀδιδάκτωσ τὴν φύσιν τὸ γλαφυρὸν καὶ πανοῦργον. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 9:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 5, 9:1)

유의어

  1. 무식한

  2. 학문이 없는

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION