헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀδείμαντος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀδείμαντος ἀδείμαντον

형태분석: ἀ (접두사) + δειμαντ (어간) + ος (어미)

어원: deimai/nw

  1. 겁없는, 대담한
  2. 두려움이 없는
  1. fearless, dauntless
  2. where no fear is

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀδείμαντος

겁없는 (이)가

ἀδείμαντον

겁없는 (것)가

속격 ἀδειμάντου

겁없는 (이)의

ἀδειμάντου

겁없는 (것)의

여격 ἀδειμάντῳ

겁없는 (이)에게

ἀδειμάντῳ

겁없는 (것)에게

대격 ἀδείμαντον

겁없는 (이)를

ἀδείμαντον

겁없는 (것)를

호격 ἀδείμαντε

겁없는 (이)야

ἀδείμαντον

겁없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀδειμάντω

겁없는 (이)들이

ἀδειμάντω

겁없는 (것)들이

속/여 ἀδειμάντοιν

겁없는 (이)들의

ἀδειμάντοιν

겁없는 (것)들의

복수주격 ἀδείμαντοι

겁없는 (이)들이

ἀδείμαντα

겁없는 (것)들이

속격 ἀδειμάντων

겁없는 (이)들의

ἀδειμάντων

겁없는 (것)들의

여격 ἀδειμάντοις

겁없는 (이)들에게

ἀδειμάντοις

겁없는 (것)들에게

대격 ἀδειμάντους

겁없는 (이)들을

ἀδείμαντα

겁없는 (것)들을

호격 ἀδείμαντοι

겁없는 (이)들아

ἀδείμαντα

겁없는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ τοίνυν ἐγὼ Ἀδείμαντον οἶδα, οἶμαι, γλαφυρὸν οὕτω θέαμα ἐκεῖνοσ ἰδὼν μακρὰ χαίρειν φράσασ τῷ Αἰγυπτίῳ ναυπηγῷ περιηγουμένῳ το πλοῖον παρέστηκε δακρύων, ὥσπερ εἰώθε· (Lucian, 4:3)

    (루키아노스, 4:3)

  • Καὶ μὴν οὐ πάνυ καλόσ, ὦ Σάμιππε, ὁ μειρακίσκοσ ἔδοξέ μοι, ὡσ ἂν καὶ Ἀδείμαντον ἐκπλῆξαι, ᾧ τοσοῦτοι Ἀθήνησι καλοὶ ἕπονται, πάντεσ ἐλεύθεροι, στωμύλοι τὸ φθέγμα, παλαίστρασ ἀποπνέοντεσ, οἷσ καὶ παραδακρῦσαι οὐκ ἀγεννέσ· (Lucian, 4:5)

    (루키아노스, 4:5)

  • ὁρᾷσ, ὡσ ἐρυθριᾶν Ἀδείμαντον ἐποίησασ πολλῷ τῷ γέλωτι ἐπικλύσασ τὸ πλοῖον, ὡσ ὑπέραντλον εἶναι καὶ μηκέτι ἀντέχειν πρὸσ τὸ ἐπιρρέον; (Lucian, 29:2)

    (루키아노스, 29:2)

  • ὅτῳ δοκεῖ, ὦ ἱππεῖσ, Ἀδείμαντον ἱππαρχεῖν, ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα. (Lucian, 53:4)

    (루키아노스, 53:4)

  • "ἑώθεν δὲ πάντων ἀπεγνωκότων καὶ νεκρὸν εὑρήσειν με οἰομένων καθάπερ τοὺσ ἄλλουσ, προελθὼν ἀπροσδόκητοσ ἅπασι πρόσειμι τῷ Εὐβατίδῃ, εὖ ἀγγέλλων ὅτι καθαρὰν αὐτῷ καὶ ἀδείμαντον ἤδη ἐξῆν ^ τὴν οἰκίαν οἰκεῖν. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 25:11)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 25:11)

유의어

  1. 겁없는

  2. 두려움이 없는

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION