헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Σικελιώτης

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Σικελιώτης Σικελιώτου

형태분석: Σικελιωτ (어간) + ης (어미)

어원: from Sikelo/s

  1. a Greek inhabitant of Sicily; a Siceliote; a Siceliot

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ καὶ τὸ μεγαλλεῖον, ὠνομάσθη γὰρ καὶ τοῦτο ἀπὸ Μεγάλλου τοῦ Σικελιώτου; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 42 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 42 2:1)

  • Ποσειδώνιοσ δ’ ἐν τῇ ὀγδόῃ τῶν Ἱστοριῶν περὶ Δαμοφίλου λέγων τοῦ Σικελιώτου, δι’ ὃν ὁ δουλικὸσ ἐκινήθη πόλεμοσ, ὅτι τρυφῆσ ἦν οἰκεῖοσ, γράφει καὶ ταῦτα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 59 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 59 2:3)

  • "Δεινομένουσ δὲ τοῦ Σικελιώτου μαντευομένου περὶ τῶν υἱέων, ἀνεῖλεν ὡσ οἱ τρεῖσ τυραννήσοιεν· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 195)

    (플루타르코스, De Pythiae oraculis, section 195)

  • ἐκεῖνοσ δὲ χλευάζων καὶ γελῶν τοὺσ ἄλλον τινὰ πλὴν τοῦ πατρὸσ καὶ αὐτοῦ βασιλέα προσαγορεύοντασ, ἡδέωσ ἤκουε τῶν παρὰ πότον ἐπιχύσεισ λαμβανόντων Δημητρίου βασιλέωσ, Σελεύκου δὲ ἐλεφαντάρχου, Πτολεμαίου δὲ ναυάρχου, Λυσιμάχου δὲ γαζοφύλακοσ, Ἀγαθοκλέουσ δὲ τοῦ Σικελιώτου νησιάρχου. (Plutarch, Demetrius, chapter 25 4:1)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 25 4:1)

  • ἔπειτα Τιμαίου τοῦ Σικελιώτου τὰ μὲν ἀρχαῖα τῶν ἱστοριῶν ἐν ταῖσ κοιναῖσ ἱστορίαισ ἀφηγησαμένου, τοὺσ δὲ πρὸσ Πύρρον τὸν Ἠπειρώτην πολέμουσ εἰσ ἰδίαν καταχωρίσαντοσ πραγματείαν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 6 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 6 2:1)

유의어

  1. a Greek inhabitant of Sicily

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION