헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Σικελιώτης

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Σικελιώτης Σικελιώτου

형태분석: Σικελιωτ (어간) + ης (어미)

어원: from Sikelo/s

  1. a Greek inhabitant of Sicily; a Siceliote; a Siceliot

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν γάρ τοι Σικελιώτην Διονύσιον πολλά γε καὶ δεινὰ καὶ ἀνόσια ὑπό τε Δίωνοσ κατηγορηθέντα καὶ ὑπὸ τῆσ σκιᾶσ καταμαρτυρηθέντα παρελθὼν Ἀρίστιπποσ ὁ Κυρηναῖοσ ‐ ἄγουσι δ’ αὐτὸν ἐν τιμῇ καὶ δύναται μέγιστον ἐν τοῖσ κάτω ‐ μικροῦ δεῖν τῇ Χιμαίρᾳ προσδεθέντα παρέλυσε τῆσ καταδίκησ λέγων πολλοῖσ αὐτὸν τῶν πεπαιδευμένων πρὸσ ἀργύριον γενέσθαι δεξιόν. (Lucian, Necyomantia, (no name) 13:2)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 13:2)

  • καὶ ταῖσ ἡδοναῖσ οὕτωσ ἀσελγῶσ ἐχρήσατο καὶ χύδην ὥστε πολὺ μᾶλλον διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην αὐτὸν ὑπολαμβάνεσθαι Σικελιώτην ἢ διὰ τὴν πατρίδα Σπαρτιάτην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 51 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 51 1:1)

  • τοιοῦτοὶ τινὲσ εἰσιν, ὦ ἑταῖροι, οἱ Οὐλπιάνειοι σοφισταί, οἱ καὶ τὸ μιλιάριον καλούμενον ὑπὸ Ῥωμαίων, τὸ εἰσ θερμοῦ ὕδατοσ κατεργασίαν κατασκευαζόμενον, ἰπνολέβητα ὀνομάζοντεσ, πολλῶν ὀνομάτων ποιηταὶ καὶ πολλοῖσ παρασάγγαισ ὑπερδραμόντεσ τὸν Σικελιώτην Διονύσιον, ὃσ τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, βαλάντιον δὲ τὸ ἀκόντιον, ὅτι ἐναντίον βάλλεται, καὶ τὰσ τῶν μυῶν διεκδύσεισ μυστήρια ἐκάλει, ὅτι τοὺσ μῦσ τηρεῖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 541)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 541)

  • κἀκείνη παραλαβοῦσα τῶν φίλων Ἀπολλόδωρον τὸν Σικελιώτην μόνον, εἰσ ἀκάτιον μικρὸν ἐμβᾶσα τοῖσ μὲν βασιλείοισ προσέσχεν ἤδη συσκοτάζοντοσ· (Plutarch, Caesar, chapter 49 1:1)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 49 1:1)

유의어

  1. a Greek inhabitant of Sicily

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION