헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Κρητικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Κρητικός Κρητική Κρητικόν

형태분석: Κρητικ (어간) + ος (어미)

  1. of or from the island of Crete, Cretan
  2. a short garment
  3. a Cretic, amphimacer

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 Κρητικός

(이)가

Κρητική

(이)가

Κρητικόν

(것)가

속격 Κρητικοῦ

(이)의

Κρητικῆς

(이)의

Κρητικοῦ

(것)의

여격 Κρητικῷ

(이)에게

Κρητικῇ

(이)에게

Κρητικῷ

(것)에게

대격 Κρητικόν

(이)를

Κρητικήν

(이)를

Κρητικόν

(것)를

호격 Κρητικέ

(이)야

Κρητική

(이)야

Κρητικόν

(것)야

쌍수주/대/호 Κρητικώ

(이)들이

Κρητικᾱ́

(이)들이

Κρητικώ

(것)들이

속/여 Κρητικοῖν

(이)들의

Κρητικαῖν

(이)들의

Κρητικοῖν

(것)들의

복수주격 Κρητικοί

(이)들이

Κρητικαί

(이)들이

Κρητικά

(것)들이

속격 Κρητικῶν

(이)들의

Κρητικῶν

(이)들의

Κρητικῶν

(것)들의

여격 Κρητικοῖς

(이)들에게

Κρητικαῖς

(이)들에게

Κρητικοῖς

(것)들에게

대격 Κρητικούς

(이)들을

Κρητικᾱ́ς

(이)들을

Κρητικά

(것)들을

호격 Κρητικοί

(이)들아

Κρητικαί

(이)들아

Κρητικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ δὲ ποδώκεισ κύνεσ αἱ Κελτικαὶ καλοῦνται μὲν οὐέρτραγοι φωνῇ τῇ Κελτῶν, οὐκ ἀπὸ ἔθνουσ οὐδενόσ, καθάπερ αἱ Κρητικαὶ ἢ Καρικαὶ ἢ Λάκαιναι, ἀλλ̓ ὡσ τῶν Κρητικῶν αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖν καὶ αἱ ἰταμαὶ ἀπὸ τοῦ ὀξέοσ καὶ αἱ μικταὶ ἀπ̓ ἀμφοῖν, οὕτω δὲ καὶ αὗται ἀπὸ τῆσ ὠκύτητοσ. (Arrian, Cynegeticus, chapter 3 6:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 3 6:2)

  • Λακωνικαί, Τροιζήνιαι, Ἐπιζεφύριοι, Κρητικαί, Ιὠνικαί, Μαντινικαί, ἃσ προκρίνει Ἀριστόξενοσ διὰ τὴν τῶν χειρῶν κίνησιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 402)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 402)

  • καὶ Κρητικαὶ πέλται καὶ Θρᾴκια γέρρα καὶ φαρέτραι μετὰ ἱππικῶν ἀναμεμιγμέναι χαλινῶν, καὶ ξίφη γυμνὰ διὰ τούτων παρανίσχοντα καὶ σάρισαι παραπεπηγυῖαι, σύμμετρον ἐχόντων χάλασμα τῶν ὅπλων, ὥστε τήν πρὸσ ἄλληλα κροῦσιν ἐν τῷ διαφέρεσθαι τραχὺ καὶ φοβερὸν ὑπηχεῖν, καὶ μηδὲ νενικημένων ἄφοβον εἶναι τήν ὄψιν. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 32 4:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 32 4:1)

  • αἱ δὲ Κρητικαὶ αἶγεσ, ὅταν τὸ δίκταμνον φάγωσιν, ἐκβάλλουσαι τὰ τοξεύματα ῥᾳδίωσ καταμαθεῖν ταῖσ ἐγκύοισ τὴν βοτάνην παρέσχον ἐκτρωτικὴν δύναμιν ἔχουσαν· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 20 9:2)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 20 9:2)

유의어

  1. a short garment

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION