고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: Φαληρικός Φαληρική Φαληρικόν
Structure: Φαληρικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | Φαληρικός | Φαληρική | Φαληρικόν |
Genitive | Φαληρικοῦ | Φαληρικῆς | Φαληρικοῦ | |
Dative | Φαληρικῷ | Φαληρικῇ | Φαληρικῷ | |
Accusative | Φαληρικόν | Φαληρικήν | Φαληρικόν | |
Vocative | Φαληρικέ | Φαληρική | Φαληρικόν | |
Dual | N/A/V | Φαληρικώ | Φαληρικᾱ́ | Φαληρικώ |
G/D | Φαληρικοῖν | Φαληρικαῖν | Φαληρικοῖν | |
Plural | Nominative | Φαληρικοί | Φαληρικαί | Φαληρικά |
Genitive | Φαληρικῶν | Φαληρικῶν | Φαληρικῶν | |
Dative | Φαληρικοῖς | Φαληρικαῖς | Φαληρικοῖς | |
Accusative | Φαληρικούς | Φαληρικᾱ́ς | Φαληρικά | |
Vocative | Φαληρικοί | Φαληρικαί | Φαληρικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | Φαληρικός Φαληρικοῦ | Φαληρικότερος Φαληρικοτεροῦ | Φαληρικότατος Φαληρικοτατοῦ |
Adverb | Φαληρικώς | Φαληρικότερον | Φαληρικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기