Ancient Greek-English Dictionary Language

Δωρικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Δωρικός Δωρική Δωρικόν

Structure: Δωρικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. Doric, Dorian

Examples

  • κἀν τοῖσ προκειμένοισ οὖν οἱ σάτυροι τοῦ Διονύσου τὴν τελευταίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ οὖ μόνου ὡσ βραχέοσ ἐγκεχαραγμένου ἐδήλωσαν ὅτι συνυπακούεσθαι δεῖ καὶ τὸ ὖ, ἵν’ ᾖ Διονύσου, τὸ δὲ σὰν ἀντὶ τοῦ σίγμα Δωρικῶσ εἰρήκασιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 30 3:2)

Synonyms

  1. Doric

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION