헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Ἀσκαλωνίτης

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Ἀσκαλωνίτης Ἀσκαλωνίτου

형태분석: Ἀσκαλωνιτ (어간) + ης (어미)

  1. an inhabitant of Ascalon or Ashkelon; an Ashkelonite

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπὸ τῆσ ἀοικήτου τῆσ κατὰ πρόσωπον Αἰγύπτου ἕωσ τῶν ὁρίων Ἀκκαρὼν ἐξ εὐωνύμων τῶν Χαναναίων προσλογίζεται ταῖσ πέντε σατραπείαισ τῶν Φυλιστιείμ, τῷ Γαζαίῳ καὶ τῷ Ἀζωτίῳ καὶ τῷ Ἀσκαλωνίτῃ καὶ τῷ Γετθαίῳ καὶ τῷ Ἀκκαρωνίτῃ. καὶ τῷ Εὐαίῳ (Septuagint, Liber Iosue 13:3)

    (70인역 성경, 여호수아기 13:3)

  • ὑπὲρ ἧσ καὶ ζητήσεωσ γενομένησ καὶ τοῦ Οὐλπιανοῦ εἰπόντοσ τὰ ἐκ τῶν Ὀψαρτυτικῶν Γλωσσῶν τοῦ προειρημένου Ἀρτεμιδώρου, Αἰμιλιανὸσ Δωροθέῳ ἔφη τῷ Ἀσκαλωνίτῃ σύγγραμμα ἐκδεδόσθαι ἐπιγραφόμενον Περὶ Ἀντιφάνουσ καὶ περὶ τῆσ παρὰ τοῖσ νεωτέροισ κωμικοῖσ ματτύησ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 83 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 83 1:1)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION