- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψόφος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: psophos 고전 발음: [소포] 신약 발음: [소포]

기본형: ψόφος

  1. 소리, 소음, 음, 잡음
  2. 소음, 소리, 잡음, 소란
  1. any inarticulate sound, a sound, noise
  2. a mere sound, empty sound, noise

예문

  • ψόφος ἁρμάτων καὶ ἱππευόντων. κατοικοῦσα Λαχίς, ἀρχηγὸς ἁμαρτίας αὐτή ἐστι τῇ θυγατρὶ Σιών, ὅτι ἐν σοὶ εὑρέθησαν ἀσέβειαι τοῦ Ἰσραήλ. (Septuagint, Prophetia Michaeae 1:13)

    (70인역 성경, 미카서 1:13)

  • Διόμηδες, οὐκ ἤκουσας - ἢ κενὸς ψόφος στάζει δι ὤτων· (Euripides, Rhesus, episode1)

    (에우리피데스, Rhesus, episode1)

  • ἔνθα δή, ὦ φιλότης, πολλὰ καὶ ἐλεεινὰ ἦν καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν μαστίγων τε γὰρ ὁμοῦ ψόφος ἠκούετο καὶ οἰμωγὴ τῶν ἐπὶ τοῦ πυρὸς ὀπτωμένων καὶ στρέβλαι καὶ κύφωνες καὶ τροχοί, καὶ ἡ Χίμαιρα ἐσπάραττεν καὶ ὁ Κέρβερος ἐδάρδαπτεν. (Lucian, Necyomantia, (no name) 14:2)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 14:2)

  • ἠπόρουν δὲ οἱ πλησίον οὗτινος εἰή τὰ νομίσματα, τοῦ μὲν παιδὸς ἀρνουμένου μὴ ἀποβεβληκέναι, τοῦ δὲ Κλεοδήμου, καθ ὃν ὁ ψόφος ἐγένετο, μὴ προσποιουμένου τὴν ἀπόρριψιν. (Lucian, Symposium, (no name) 15:6)

    (루키아노스, Symposium, (no name) 15:6)

  • καὶ γὰρ ἀνοιγνυμένων ψόφος ἤδη τῶν προπυλαίων. (Aristotle, Choral, anapests11)

    (아리스토텔레스, Choral, anapests11)

유의어

  1. 소리

  2. 소음

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION