헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκόπελος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκόπελος

어원: skope/w

  1. 최고, 정상, 봉우리, 산꼭대기
  1. a look-out place, a peak, headland or promontory

예문

  • τοία Στυγόσ σε μελανοκάρδιοσ πέτρα Ἀχερόντιόσ τε σκόπελοσ αἱματοσταγὴσ φρουροῦσι, Κωκυτοῦ τε περίδρομοι κύνεσ, ἔχιδνά θ’ ἑκατογκέφαλοσ, ἣ τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει, πλευμόνων τ’ ἀνθάψεται Ταρτησία μύραινα· (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene10)

    (아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene10)

  • Ῥήγιον ὁ τόποσ καλεῖται, εἴθ’ ὅτι σκόπελοσ ἦν ἀπορρώξ, εἴθ’ ὅτι κατὰ τοῦτον ἡ γῆ τὸν τόπον ἐρράγη καὶ διέστησεν ἀπὸ τῆσ Ἰταλίασ τὴν ἀντικρὺ Σικελίαν, εἴτε ἀπ’ ἀνδρὸσ δυνάστου ταύτην ἔχοντοσ τὴν προσηγορίαν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 19, chapter 2 3:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 19, chapter 2 3:1)

  • τάσδε θεογλώσσουσ Ἑλικὼν ἔθρεψε γυναῖκασ ὕμνοισ, καὶ Μακεδὼν Πιερίασ σκόπελοσ, Πρήξιλλαν, Μοιρώ, Ἀνύτησ στόμα, θῆλυν Ὅμηρον, Λεσβιάδων Σαπφὼ κόσμον ἐυπλοκάμων, Ἤρινναν, Τελέσιλλαν ἀγακλέα, καὶ σέ, Κόριννα, θοῦριν Ἀθηναίησ ἀσπίδα μελψαμέναν, Νοσσίδα θηλύγλωσσον, ἰδὲ γλυκυαχέα Μύρτιν, πάσασ ἀενάων ἐργάτιδασ σελίδων. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 261)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 261)

  • ἀμφὶ δ’ οἱ σμαράγει μὲν ἐναυλιστήριον ἄντρον, ἄχει δ’ ὑλάεισ ἀγχινεφὴσ σκόπελοσ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 219 2:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 219 2:1)

  • δοριπτοίητα δὲ νεκρῶν ὀστέα σωρευθεὶσ εἷσ ἐπέχει σκόπελοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2972)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2972)

유의어

  1. 최고

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION