παρακούω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: parakouō
고전 발음: [빠라꾸:오:]
신약 발음: [빠라꾸오]
기본형:
παρακούω
παρακούσομαι
παρακήκοα
형태분석:
παρ
(접두사)
+
ἀκού
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 오해하다
- to hear beside, to hear accidentally, to hear talk of
- to hear underhand, overhear from
- to hear imperfectly or wrongly, misunderstand
- to hear carelessly, take no heed to
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- αὐτοὶ δὲ τηροῦσι κύκλῳ περὶ αὐτὸν καὶ οὐ δύνανται ἕκαστος ἀπελθεῖν καὶ ποιεῖν τὰ ἔργα αὐτοῦ, οὐδὲ παρακούουσιν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Esdrae I 4:11)
(70인역 성경, 에즈라기 4:11)
- καὶ ἐλάλησαν οἱ ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως τῷ Μαρδοχαίῳ. Μαρδοχαῖε, τί παρακούεις τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως λεγόμενα; (Septuagint, Liber Esther 3:3)
(70인역 성경, 에스테르기 3:3)
- ] ^ Μέχρι μέν, ὦ Φωνήεντα δικασταί, ὀλίγα ἠδικούμην ὑπὸ τουτουὶ τοῦ Ταῦ καταχρωμένου τοῖς ἐμοῖς καὶ καταίροντος ἔνθα μὴ δεῖ, οὐ βαρέως ἔφερον τὴν βλάβην καὶ παρήκουον ἔνια τῶν λεγομένων ὑπὸ τῆς μετριότητος, ἣν ἴστε με φυλάσσοντα πρός τε ὑμᾶς καὶ τὰς ἄλλας συλλαβάς: (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 1:2)
(루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 1:2)
- σὺ δὲ εἰ βούλει λῆρόν τινα κατασκεδάσαι μου, ἕτοιμος φιλικὴν ταύτην λειτουργίαν ὑποστῆναι καὶ παρασχεῖν τὰ ὦτα, καὶ ἄνευ κηροῦ παρακούειν τῶν φαύλων δυνάμενος. (Lucian, De saltatione, (no name) 6:4)
(루키아노스, De saltatione, (no name) 6:4)
- ὃς γὰρ ἔτι ἑνὸς πλοίου τουτουὶ δεσπότης ὢν παρήκουες βοώντων, εἰ πέντε κτήσαιο πρὸς τούτῳ τριάρμενα πάντα καὶ ἀνώλεθρα, οὐδὲ ὄψει δηλαδὴ τοὺς φίλους. (Lucian, 25:4)
(루키아노스, 25:4)
파생어
- ἀκούω (듣다, 배우다, 알게 되다)
- ἀντακούω (to hear in turn, to hear in return)
- διακούω (to hear through, hear out or to the end, to hear or learn)
- εἰσακούω (듣다, 알게 되다)
- ἐνακούω (경청하다, 복종하다)
- ἐξακούω (to hear a sound, from a distance)
- ἐπακούω (듣다, 알게 되다, 늘어뜨리다)
- κατακούω (시중들다, 전념하다, 헌신하다)
- προακούω (to hear beforehand)
- προσακούω (to hear besides)
- συνακούω (듣다, 알게 되다, 접하다)
- συνεξακούω (to hear all together)
- ὑπακούω (듣다, 경청하다, 귀를 기울이다)