헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακούω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακούω παρακούσομαι παρακήκοα

형태분석: παρ (접두사) + ἀκού (어간) + ω (인칭어미)

  1. 오해하다
  1. to hear beside, to hear accidentally, to hear talk of
  2. to hear underhand, overhear from
  3. to hear imperfectly or wrongly, misunderstand
  4. to hear carelessly, take no heed to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακούω

παρακούεις

παρακούει

쌍수 παρακούετον

παρακούετον

복수 παρακούομεν

παρακούετε

παρακούουσιν*

접속법단수 παρακούω

παρακούῃς

παρακούῃ

쌍수 παρακούητον

παρακούητον

복수 παρακούωμεν

παρακούητε

παρακούωσιν*

기원법단수 παρακούοιμι

παρακούοις

παρακούοι

쌍수 παρακούοιτον

παρακουοίτην

복수 παρακούοιμεν

παρακούοιτε

παρακούοιεν

명령법단수 παράκουε

παρακουέτω

쌍수 παρακούετον

παρακουέτων

복수 παρακούετε

παρακουόντων, παρακουέτωσαν

부정사 παρακούειν

분사 남성여성중성
παρακουων

παρακουοντος

παρακουουσα

παρακουουσης

παρακουον

παρακουοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακούομαι

παρακούει, παρακούῃ

παρακούεται

쌍수 παρακούεσθον

παρακούεσθον

복수 παρακουόμεθα

παρακούεσθε

παρακούονται

접속법단수 παρακούωμαι

παρακούῃ

παρακούηται

쌍수 παρακούησθον

παρακούησθον

복수 παρακουώμεθα

παρακούησθε

παρακούωνται

기원법단수 παρακουοίμην

παρακούοιο

παρακούοιτο

쌍수 παρακούοισθον

παρακουοίσθην

복수 παρακουοίμεθα

παρακούοισθε

παρακούοιντο

명령법단수 παρακούου

παρακουέσθω

쌍수 παρακούεσθον

παρακουέσθων

복수 παρακούεσθε

παρακουέσθων, παρακουέσθωσαν

부정사 παρακούεσθαι

분사 남성여성중성
παρακουομενος

παρακουομενου

παρακουομενη

παρακουομενης

παρακουομενον

παρακουομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ] ^ Μέχρι μέν, ὦ Φωνήεντα δικασταί, ὀλίγα ἠδικούμην ὑπὸ τουτουὶ τοῦ Ταῦ καταχρωμένου τοῖσ ἐμοῖσ καὶ καταίροντοσ ἔνθα μὴ δεῖ, οὐ βαρέωσ ἔφερον τὴν βλάβην καὶ παρήκουον ἔνια τῶν λεγομένων ὑπὸ τῆσ μετριότητοσ, ἣν ἴστε με φυλάσσοντα πρόσ τε ὑμᾶσ καὶ τὰσ ἄλλασ συλλαβάσ· (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 1:2)

유의어

  1. to hear beside

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION