헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κρέας

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κρέας κρέως

형태분석: κρεα (어간) + ς (어미)

  1. 고기, 살점, 살
  2. 시체, 몸체, 몸
  1. flesh, meat
  2. carcass, body

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κρέας

고기가

κρεί

고기들이

κρή

고기들이

속격 κρέως

고기의

κροίν

고기들의

κρέων

고기들의

여격 κρεί

고기에게

κροίν

고기들에게

κρέσιν*

고기들에게

대격 κρέας

고기를

κρεί

고기들을

κρή

고기들을

호격 κρέα

고기야

κρεί

고기들아

κρή

고기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πλὴν κρέασ ἐν αἵματι ψυχῆσ οὐ φάγεσθε. (Septuagint, Liber Genesis 9:4)

    (70인역 성경, 창세기 9:4)

  • καὶ φάγονται τὰ κρέα τῇ νυκτὶ ταύτῃ. ὀπτὰ πυρὶ καὶ ἄζυμα ἐπὶ πικρίδων ἔδονται. (Septuagint, Liber Exodus 12:8)

    (70인역 성경, 탈출기 12:8)

  • καὶ εἶπε Μωυσῆσ. ἐν τῷ διδόναι Κύριον ὑμῖν ἑσπέρασ κρέα φαγεῖν καὶ ἄρτουσ τὸ πρωί̈ εἰσ πλησμονὴν διὰ τὸ εἰσακοῦσαι Κύριον τὸν γογγυσμὸν ὑμῶν, ὃν ὑμεῖσ διαγογγύζετε καθ̓ ἡμῶν. ἡμεῖσ δὲ τί ἐσμεν̣ οὐ γὰρ καθ̓ ἡμῶν ἐστιν ὁ γογγυσμὸσ ὑμῶν. ἀλλ̓ ἢ κατὰ τοῦ Θεοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 16:8)

    (70인역 성경, 탈출기 16:8)

  • εἰσακήκοα τὸν γογγυσμὸν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. λάλησον πρὸσ αὐτοὺσ λέγων. τὸ πρὸσ ἑσπέραν ἔδεσθε κρέα καὶ τὸ πρωί̈ πλησθήσεσθε ἄρτων. καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριοσ ὁ Θεὸσ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Exodus 16:12)

    (70인역 성경, 탈출기 16:12)

  • Ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῦροσ ἄνδρα ἢ γυναῖκα καὶ ἀποθάνῃ, λίθοισ λιθοβοληθήσεται ὁ ταῦροσ, καὶ οὐ βρωθήσεται τὰ κρέα αὐτοῦ. ὁ δὲ κύριοσ τοῦ ταύρου ἀθῷοσ ἔσται. (Septuagint, Liber Exodus 21:28)

    (70인역 성경, 탈출기 21:28)

  • καὶ ἄνδρεσ ἅγιοι ἔσεσθέ μοι. καὶ κρέασ θηριάλωτον οὐκ ἔδεσθε, τῷ κυνὶ ἀπορρίψατε αὐτό. (Septuagint, Liber Exodus 22:31)

    (70인역 성경, 탈출기 22:31)

  • καὶ ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ ἱερέωσ, ὡσ ἂν ἡψήθη τὸ κρέασ, καὶ κρεάγρα τριόδουσ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, (Septuagint, Liber I Samuelis 2:13)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 2:13)

  • καὶ πρὶν θυμιαθῆναι τὸ στέαρ, ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ ἱερέωσ καὶ ἔλεγε τῷ ἀνδρὶ τῷ θύοντι. δὸσ κρέασ ὀπτῆσαι τῷ ἱερεῖ, καὶ οὐ μὴ λάβω παρὰ σοῦ κρέασ ἑφθὸν ἐκ τοῦ λέβητοσ. (Septuagint, Liber I Samuelis 2:15)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 2:15)

유의어

  1. 고기

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION