Ancient Greek-English Dictionary Language

πεῖραρ
(Noun), 끝, 매듭, 막바지, 마지막####
πειρασμός
(Noun), 재판, 증거, 입증
πειραστικός
(Adjective), tentative
πειρατέος
(Adjective), one must attempt
πειρατεύω
(Verb), to be a pirate
πειρατήριον
(Noun), ordeal##a pirate's nest
πειρατής
(Noun), 해적
πειρατικός
(Adjective), piratical, gangs of pirates
πειράω
(Verb), 시도하다, 떠맡다, 입증하다, 맛보다########시도하다, 맛보다, 입증하다####닦아내다, 문지르다, 입증하다, 테스트하다, 시험하다########
πειράζω
(Verb), 입증하다, 시험하다, 테스트하다##시도하다, 노력하다##(수동태로) 입증되다, 증명되다
πειρητζ́̓ω
(Verb), 시도하다, 입증하다, 증명하다, 떠맡다####공격하다, 시도하다, 습격하다
πείρινς
(Noun), a wicker-basket, the body of the cart
πείρω
(Verb), 꿰뚫다, 찌르다, 뚫다##
πεῖσα
(Noun), 복종, 순종
πεισίβροτος
(Adjective), persuading or controlling mortals
πεῖσις
(Noun), 설득, 신앙
πεισιχάλινος
(Adjective), obeying the rein
πεῖσμα
(Noun), 밧줄, 줄, 노끈, 지레, 실
πεισμονή
(Noun), 설득, 신앙
πεῖσος
(Noun),

SEARCH

MENU NAVIGATION