Ancient Greek-English Dictionary Language

χοίρειος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: χοίρειος χοίρειᾱ χοίρειον

Structure: χοιρει (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xoi=ros

Sense

  1. of a swine, pig's-

Examples

  • οὐ μόνον τὴν τῶν κρεῶν ἐξαλλαγὴν δηλοῖ, ὡσ ὀρνίθεια, χοίρεια, ἐρίφεια, βόεια λέγων, ἀλλὰ τὴν σκευασίαν ὡσ ποικίλην ἔχοντα καὶ οὐ μονοειδῆ ἀλλὰ περιττήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 46 3:3)
  • οὐκ ἦν δ’ ὅπου οὐ παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν αὐτὴν τράπεζαν κρέα ἄρνεια, ἐρίφεια, χοίρεια, μόσχεια, ὀρνίθεια, σὺν πολλοῖσ ἄρτοισ τοῖσ μὲν πυρίνοισ τοῖσ δὲ κριθίνοισ. (Xenophon, Anabasis, , chapter 5 32:1)
  • ἔφη γὰρ ἐν Χαλκίδι παρὰ τῷ ξένῳ δειπνῶν θαυμάζειν τὸ τῶν κρεῶν πλῆθοσ εἰπεῖν δὲ τὸν ξένον ὅτι ταῦτα πάντα χοίρειά ἐστιν ἡδύσμασι καὶ σκευασίαισ διαφέροντα. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 42)
  • εἰπεῖν δὲ τόν ξένον ὅτι ταῦτα πάντα χοίρειά ἐστιν ἡδύσμασι καὶ σκευασίαισ διαφέροντα. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 43)

Synonyms

  1. of a swine

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION