- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χοῖνιξ?

3군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: choinix 고전 발음: [] 신약 발음: [퀴닉]

기본형: χοῖνιξ χοῖνικος

형태분석: χοινικ (어간) + ς (어미)

  1. 빵, 음식
  1. a choenix, a dry, sextarii, quart, choenix, bread
  2. shackle or stocks

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χοῖνιξ

빵이

χοίνικε

빵들이

χοίνικες

빵들이

속격 χοίνικος

빵의

χοινίκοιν

빵들의

χοινίκων

빵들의

여격 χοίνικι

빵에게

χοινίκοιν

빵들에게

χοίνιξι(ν)

빵들에게

대격 χοίνικα

빵을

χοίνικε

빵들을

χοίνικας

빵들을

호격 χοῖνιξ

빵아

χοίνικε

빵들아

χοίνικες

빵들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ μὲν ἅτερον τούτων σκορόδων τροπαλίδος, τὸ δ ἅτερον, αἰ λῇς, χοίνικος μόνας ἁλῶν. (Aristophanes, Acharnians, Episode, lyric 2:25)

    (아리스토파네스, Acharnians, Episode, lyric 2:25)

  • εἰ δέ τῳ μὴ σῖτος ὑμῶν ἔστι, βόσκει δ οἰκέτας καὶ σμικρὰ πολλὰ παιδία, ἔστι παρ ἐμοῦ λαβεῖν πυρίδια λεπτὰ μέν, ὁ δ ἄρτος ἀπὸ χοίνικος ἰδεῖν μάλα νεανίας. (Aristophanes, Lysistrata, Choral, antistrophe 31)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Choral, antistrophe 31)

  • καὶ ἐπιστέλλω δὲ τοῖς πλουσίοις περὶ τῶν δείπνων καὶ τοῦ χοίνικος τοῦ χρυσίου καὶ τῶν ἐσθήτων, ὡς καὶ ὑμῖν πέμποιεν ἐς τὴν ἑορτήν: (Lucian, Saturnalia, letter 2 1:8)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 2 1:8)

  • Ἡρακλέων ὁ Ἐφέσιος πλακοῦντὰς τινάς φησιν οὕτω καλεῖσθαι τοὺς ἐκ τρίτου μέρους τῆς χοίνικος γινομένους. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 56 3:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 56 3:5)

  • ὡς γὰρ ἐκεῖνοι παρῄνουν ἐπὶ χοίνικος μὴ καθῆσθαι, καὶ μαχαίρᾳ πῦρ μὴ σκαλεύειν, καὶ βαδίζοντας εἰς ἀποδημίας μὴ μεταστρέφεσθαι, καὶ τοῖς μὲν οὐρανίοις περισσά, θύειν, ἄρτια δὲ τοῖς χθονίοις, ὧν ἑκάστου τὴν διάνοιαν ἀπεκρύπτοντο πρὸς τοὺς πολλούς, οὕτως ἔνια τῶν Νομᾶ πατρίων ἀπόρρητον ἔχει τὸν λόγον οἱο῀ν τὸ μὴ σπένδειν θεοῖς ἐξ ἀμπέλων ἀτμήτων μηδὲ θύειν ἄτερ ἀλφίτων καὶ τὸ προσκυνεῖν περιστρεφομένους καὶ τὸ καθῆσθαι προσκυνήσαντας. (Plutarch, Numa, chapter 14 3:2)

    (플루타르코스, Numa, chapter 14 3:2)

유의어

  1. shackle or stocks

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION