헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χίμαιρα

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χίμαιρα χιμαίρας

형태분석: χιμαιρ (어간) + α (어미)

어원: xi/maros의 여성형

  1. 암염소
  1. a she-goat

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χίμαιρα

암염소가

χιμαίρᾱ

암염소들이

χίμαιραι

암염소들이

속격 χιμαίρᾱς

암염소의

χιμαίραιν

암염소들의

χιμαιρῶν

암염소들의

여격 χιμαίρᾱͅ

암염소에게

χιμαίραιν

암염소들에게

χιμαίραις

암염소들에게

대격 χίμαιραν

암염소를

χιμαίρᾱ

암염소들을

χιμαίρᾱς

암염소들을

호격 χίμαιρα

암염소야

χιμαίρᾱ

암염소들아

χίμαιραι

암염소들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ ὅ γε νῦν ἔπραττεσ καὶ ἐπενόεισ, οὐδὲν τῶν Ἱπποκενταύρων καὶ Χιμαιρῶν καὶ Γοργόνων διαφέρει, καὶ ὅσα ἄλλα ὄνειροι καὶ ποιηταὶ καὶ γραφεῖσ ἐλεύθεροι ὄντεσ ἀναπλάττουσιν οὔτε γενόμενα πώποτε οὔτε γενέσθαι δυνάμενα. (Lucian, 148:2)

    (루키아노스, 148:2)

  • οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πρὸσ τὸν Σώκλαρον ἔπαιζον, ὡσ τῶν ποιητικῶν σφιγγῶν καὶ χιμαιρῶν τερατωδέστερα γένη καὶ θρέμματα βόσκοντα· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 2:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 2, 2:1)

유의어

  1. 암염소

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION