헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπόσχεσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπόσχεσις ὑπόσχεσεως

형태분석: ὑποσχεσι (어간) + ς (어미)

어원: u(pisxne/omai

  1. 약속, 약혼, 다짐, 전투, 보장, 참가, 맹세
  2. 직업, 공무
  1. an undertaking, engagement, promise, a promise, their, its
  2. a profession

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὑπόσχεσις

약속이

ὑποσχέσει

약속들이

ὑποσχέσεις

약속들이

속격 ὑποσχέσεως

약속의

ὑπόσχουιν

약속들의

ὑποσχέσεων

약속들의

여격 ὑποσχέσει

약속에게

ὑπόσχουιν

약속들에게

ὑποσχέσεσιν*

약속들에게

대격 ὑπόσχεσιν

약속을

ὑποσχέσει

약속들을

ὑποσχέσεις

약속들을

호격 ὑπόσχεσι

약속아

ὑποσχέσει

약속들아

ὑποσχέσεις

약속들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸ μὲν κεφάλαιον τῆσ ὑποσχέσεωσ,^ μιμητικὴ τίσ ἐστιν ἐπιστήμη καὶ δεικτικὴ καὶ τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτικὴ καὶ τῶν ἀφανῶν σαφηνιστική, καὶ ὅπερ ὁ Θουκυδίδησ περὶ τοῦ Περικλέουσ ἔφη ἐπαινῶν τὸν ἄνδρα, τοῦτο καὶ τὸ τοῦ ὀρχηστοῦ ἀκρότατον ἂν ἐγκώμιον εἰή, γνῶναί τε τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι αὐτά· (Lucian, De saltatione, (no name) 36:3)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 36:3)

  • ἠξίου δέ σε μηδὲ ἀξυνετωτέραν αὐτὴν ἡγεῖσθαι τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὃσ τοῦ ἀρχιτέκτονοσ ὑπισχνουμένου τὸν Ἄθω ὅλον μετασχηματίσειν καὶ μορφώσειν πρὸσ αὐτόν, ὡσ τὸ ὄροσ ἅπαν εἰκόνα γενέσθαι τοῦ βασιλέωσ, ἔχοντα δύο πόλεισ ἐν ταῖν χεροῖν, οὐ προσήκατο τὴν τερατείαν τῆσ ὑποσχέσεωσ, ἀλλ’ ὑπὲρ αὐτὸν ἡγησάμενοσ τὸ τόλμημα ἔπαυσεν τὸν ἄνθρωπον οὐ πιθανῶσ κολοσσοὺσ ἀναπλάττοντα καὶ τὸν Ἄθω κατὰ χώραν ἐᾶν ἐκέλευσεν μηδὲ κατασμικρύνειν ὄροσ οὕτω μέγα πρὸσ μικροῦ σώματοσ ὁμοιότητα. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 9:1)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 9:1)

  • οὕτω τὸ παράδοξον τῆσ ὑποσχέσεωσ ἄπιστον δοκεῖ τοῖσ πολλοῖσ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 5:11)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 5:11)

  • ἀναβολήν, ἐπὶ δὲ τοῦ βίου καὶ τῶν πραγμάτων ἀντιφθεγγομένουσ τῷ σχήματι καὶ τἀναντία ὑμῖν ἐπιτηδεύοντασ καὶ διαφθείροντασ τὸ ἀξίωμα τῆσ ὑποσχέσεωσ, ἠγανάκτουν, καὶ τὸ πρᾶγμα ὅμοιον ἐδόκει μοι καθάπερ ἂν εἴ τισ ὑποκριτὴσ τραγῳδίασ μαλθακὸσ αὐτὸσ ὢν καὶ γυναικεῖοσ Ἀχιλλέα ἢ Θησέα ἢ καὶ τὸν Ἡρακλέα ὑποκρίνοιτο αὐτὸν μήτε βαδίζων μήτε βοῶν ἡρωϊκόν, ἀλλὰ θρυπτόμενοσ ὑπὸ τηλικούτῳ προσωπείῳ, ὃν οὐδ’ ἂν ἡ Ἑλένη ποτὲ ἢ Πολυξένη ἀνάσχοιντο πέρα τοῦ μετρίου αὐταῖσ προσεοικότα, οὐχ ὅπωσ ὁ Ἡρακλῆσ ὁ Καλλίνικοσ, ἀλλά μοι δοκεῖ τάχιστ’ ἂν ἐπιτρῖψαι τῷ ῥοπάλῳ παίων τοῦτον αὐτόν τε καὶ τὸ προσωπεῖον, οὕτωσ ἀτίμωσ κατατεθηλυμμένοσ πρὸσ αὐτοῦ. (Lucian, Piscator, (no name) 31:2)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 31:2)

  • ὥστε ἀπέστω καὶ ἡμῶν τὸ ἐπίφθονον τοῦτο τῆσ ὑποσχέσεωσ, εἰ τέχνην φαμὲν ἐφ̓ οὕτω μεγάλῳ καὶ χαλεπῷ τῷ πράγματι εὑρηκέναι· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 35 2:1)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 35 2:1)

유의어

  1. 직업

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION