- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπερύψηλος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: hyperypsēlos 고전 발음: [휘뻬륍셀:로] 신약 발음: [위빼륍셀로]

기본형: ὑπερύψηλος ὑπερύψηλον

형태분석: ὑπερυψηλ (어간) + ος (어미)

  1. exceeding high

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ὑπερύψηλος

(이)가

ὑπερύψηλον

(것)가

속격 ὑπερυψήλου

(이)의

ὑπερυψήλου

(것)의

여격 ὑπερυψήλῳ

(이)에게

ὑπερυψήλῳ

(것)에게

대격 ὑπερύψηλον

(이)를

ὑπερύψηλον

(것)를

호격 ὑπερύψηλε

(이)야

ὑπερύψηλον

(것)야

쌍수주/대/호 ὑπερυψήλω

(이)들이

ὑπερυψήλω

(것)들이

속/여 ὑπερυψήλοιν

(이)들의

ὑπερυψήλοιν

(것)들의

복수주격 ὑπερύψηλοι

(이)들이

ὑπερύψηλα

(것)들이

속격 ὑπερυψήλων

(이)들의

ὑπερυψήλων

(것)들의

여격 ὑπερυψήλοις

(이)들에게

ὑπερυψήλοις

(것)들에게

대격 ὑπερυψήλους

(이)들을

ὑπερύψηλα

(것)들을

호격 ὑπερύψηλοι

(이)들아

ὑπερύψηλα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τά τε χωρία δἰ ὧν ἡ πάροδος ἦν τῷ Ἀλεξάνδρῳ στενὰ καὶ ὑλώδη ἐφαίνετο, τῇ μὲν πρὸς τοῦ ποταμοῦ ἀπειργόμενα, τῇ δὲ ὄρος ὑπερύψηλον ἦν καὶ κρημνοὶ πρὸς τοῦ ὄρους, ὥστε οὐδὲ ἐπὶ τεσσάρων ἀσπίδων ἂν τῷ στρατεύματι ἡ πάροδος ἐγένετο. (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 5 12:2)

    (아리아노스, Anabasis, book 1, chapter 5 12:2)

  • πολλὰ μὲν γὰρ αὐτοῦ ὁρᾶται βαθέα, αἱ δὲ ὄχθαι αὗται ὁρᾷς ὅτι ὑπερύψηλοι καὶ κρημνώδεις εἰσὶν αἳ αὐτῶν: (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 13 3:5)

    (아리아노스, Anabasis, book 1, chapter 13 3:5)

  • οἱ δὲ ἄνθρωποι οὗτοι τὸ μὲν γένος Πισίδαι εἰσὶ βάρβαροι, χωρίον δὲ οἰκοῦσιν ὑπερύψηλον καὶ πάντῃ ἀπότομον, καὶ ἡ ὁδὸς παρὰ τὴν πόλιν χαλεπή. (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 27 5:2)

    (아리아노스, Anabasis, book 1, chapter 27 5:2)

  • τέμνων δὴ τὰς ἐλάτας ῾πολλαὶ γὰρ καὶ ὑπερύψηλοι ἐλάται ἦσαν ἐν κύκλῳ τοῦ ὄρους᾿ κλίμακας ἐκ τούτων ἐποίει, ὡς κάθοδον εἶναι ἐς τὴν φάραγγα τῇ στρατιᾷ: (Arrian, Anabasis, book 4, chapter 21 3:2)

    (아리아노스, Anabasis, book 4, chapter 21 3:2)

  • ἔνθεν μὲν γὰρ ὄρη ἦν ὑπερύψηλα, ἔνθεν δὲ ὁ ποταμὸς τοσοῦτος βάθος ὡς μηδὲ τὰ δόρατα ὑπερέχειν πειρωμένοις τοῦ βάθους. (Xenophon, Anabasis, , chapter 5 9:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 5 9:3)

유의어

  1. exceeding high

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION