헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνωμοσία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνωμοσία

형태분석: συνωμοσι (어간) + ᾱ (어미)

어원: suno/mnumi

  1. 가치, 가격, 공모, 동맹
  2. 공모, 동맹
  1. a being leagued by oath, conspiracy, for
  2. a confederacy
  3. a body of men leagued by oath, a political union or club

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 συνωμοσία

가치가

συνωμοσίᾱ

가치들이

συνωμοσίαι

가치들이

속격 συνωμοσίᾱς

가치의

συνωμοσίαιν

가치들의

συνωμοσιῶν

가치들의

여격 συνωμοσίᾱͅ

가치에게

συνωμοσίαιν

가치들에게

συνωμοσίαις

가치들에게

대격 συνωμοσίᾱν

가치를

συνωμοσίᾱ

가치들을

συνωμοσίᾱς

가치들을

호격 συνωμοσίᾱ

가치야

συνωμοσίᾱ

가치들아

συνωμοσίαι

가치들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὑτοσὶ δ’, ὑπὲρ οὗ γράφεται ταῦτα, παιδείᾳ καὶ λόγῳ διὰ φιλοσοφίασ καταμίξασ τὸ ἦθοσ, καὶ τὴν φύσιν ἐμβριθῆ καὶ πρᾳεῖαν οὖσαν ἐπεγείρασ ταῖσ πρακτικαῖσ ὁρμαῖσ, ἐμμελέστατα δοκεῖ κραθῆναι πρὸσ τὸ καλόν, ὥστε καὶ τοὺσ ἀπεχθανομένουσ αὐτῷ διὰ τὴν ἐπὶ Καίσαρα συνωμοσίαν, εἰ μέν τι γενναῖον ἡ πρᾶξισ ἤνεγκε, Βρούτῳ προσάπτειν, τὰ δυσχερέστερα δὲ τῶν γεγονότων τρέπειν εἰσ Κάσσιον, οἰκεῖον μέν ὄντα Βρούτου καὶ φίλον, ἁπλοῦν δὲ τῷ τρόπῳ καὶ καθαρὸν οὐχ ὁμοίωσ. (Plutarch, Brutus, chapter 1 2:1)

    (플루타르코스, Brutus, chapter 1 2:1)

  • ἀλλ’ οὗτοσ μέν ὁ λόγοσ ἐξεδόθη μετὰ τὴν ἀμφοῖν τελευτήν, ἐν δὲ τῷ Περὶ ὑπατείασ ὁ Κικέρων νύκτωρ φησὶ τὸν Κράσσον ἀφικέσθαι πρὸσ αὐτόν ἐπιστολὴν κομίζοντα τὰ περὶ τὸν Κατιλίναν ἐξηγουμένην, ὡσ ἤδη βεβαιοῦντα τὴν συνωμοσίαν. (Plutarch, chapter 13 3:2)

    (플루타르코스, chapter 13 3:2)

  • "μᾶλλον ἢ ὁμοίωσ Καλλίῃ τῷ Φαινίππου, Ἱππονίκου δὲ πατρὶ , φαίνονται μισοτύραννοι ἐόντεσ" ὡσ ἐνταῦθα γράφεισ Ἀλκμεωνίδαι, ποῦ θήσεισ αὐτῶν ἐκείνην τὴν συνωμοσίαν, ἣν ἐν τοῖσ πρώτοισ γέγραφασ; (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 27 12:1)

    (플루타르코스, De Herodoti malignitate, section 27 12:1)

  • ὁ δὲ νεώτεροσ υἱὸσ τοῦ βασιλέωσ Τλησίμαχοσ εἰδὼσ τὴν συνωμοσίαν ἀπὸ τῆσ ἐκκλησίασ ἀπέσπασε τὸν ὄχλον, εἰπὼν ἑωρακέναι τὸν πατέρα μεθ’ ὁρμῆσ εἰσ τὸ Πισαῖον ὄροσ φέρεσθαι, μείζονα μορφὴν ἀνθρώπου κεκτημένον. (Plutarch, Parallela minora, section 32 1:3)

    (플루타르코스, Parallela minora, section 32 1:3)

  • ὁ δὲ νεώτεροσ υἱὸσ τοῦ βασιλέωσ Τλησίμαχοσ εἰδὼσ τὴν συνωμοσίαν ἀπὸ τῆσ ἐκκλησίασ ἀπέσπασε τὸν ὄχλον, εἰπὼν ἑωρακέναι τὸν πατέρα μεθ’ ὁρμῆσ εἰσ τὸ Πισαῖον ὄροσ φέρεσθαι, μείζονα μορφὴν ἀνθρώπου κεκτημένον. (Plutarch, Parallela minora, section 32 2:2)

    (플루타르코스, Parallela minora, section 32 2:2)

유의어

  1. a body of men leagued by oath

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION