Ancient Greek-English Dictionary Language

συντρέφω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συντρέφω συνθρέψω

Structure: συν (Prefix) + τρέφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to feed together or besides
  2. to grow up together, with
  3. to grow up with, to be organised

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συντρέφω συντρέφεις συντρέφει
Dual συντρέφετον συντρέφετον
Plural συντρέφομεν συντρέφετε συντρέφουσιν*
SubjunctiveSingular συντρέφω συντρέφῃς συντρέφῃ
Dual συντρέφητον συντρέφητον
Plural συντρέφωμεν συντρέφητε συντρέφωσιν*
OptativeSingular συντρέφοιμι συντρέφοις συντρέφοι
Dual συντρέφοιτον συντρεφοίτην
Plural συντρέφοιμεν συντρέφοιτε συντρέφοιεν
ImperativeSingular συντρέφε συντρεφέτω
Dual συντρέφετον συντρεφέτων
Plural συντρέφετε συντρεφόντων, συντρεφέτωσαν
Infinitive συντρέφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συντρεφων συντρεφοντος συντρεφουσα συντρεφουσης συντρεφον συντρεφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συντρέφομαι συντρέφει, συντρέφῃ συντρέφεται
Dual συντρέφεσθον συντρέφεσθον
Plural συντρεφόμεθα συντρέφεσθε συντρέφονται
SubjunctiveSingular συντρέφωμαι συντρέφῃ συντρέφηται
Dual συντρέφησθον συντρέφησθον
Plural συντρεφώμεθα συντρέφησθε συντρέφωνται
OptativeSingular συντρεφοίμην συντρέφοιο συντρέφοιτο
Dual συντρέφοισθον συντρεφοίσθην
Plural συντρεφοίμεθα συντρέφοισθε συντρέφοιντο
ImperativeSingular συντρέφου συντρεφέσθω
Dual συντρέφεσθον συντρεφέσθων
Plural συντρέφεσθε συντρεφέσθων, συντρεφέσθωσαν
Infinitive συντρέφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συντρεφομενος συντρεφομενου συντρεφομενη συντρεφομενης συντρεφομενον συντρεφομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to feed together or besides

  2. to grow up together

  3. to grow up with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION