헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνομολογέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνομολογέω συνομολογήσω

형태분석: συν (접두사) + ὁμολογέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 동의하다, 인정하다, 승인하다, 굽히다, 불다, 찬성하다, 양보하다
  2. 약속하다, 다짐하다, 약혼하다
  1. to say the same thing with, to agree with, to confess together, confess, concede, to agree upon
  2. to agree to do, promise
  3. to come to terms with, make a covenant with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνομολόγω

(나는) 동의한다

συνομολόγεις

(너는) 동의한다

συνομολόγει

(그는) 동의한다

쌍수 συνομολόγειτον

(너희 둘은) 동의한다

συνομολόγειτον

(그 둘은) 동의한다

복수 συνομολόγουμεν

(우리는) 동의한다

συνομολόγειτε

(너희는) 동의한다

συνομολόγουσιν*

(그들은) 동의한다

접속법단수 συνομολόγω

(나는) 동의하자

συνομολόγῃς

(너는) 동의하자

συνομολόγῃ

(그는) 동의하자

쌍수 συνομολόγητον

(너희 둘은) 동의하자

συνομολόγητον

(그 둘은) 동의하자

복수 συνομολόγωμεν

(우리는) 동의하자

συνομολόγητε

(너희는) 동의하자

συνομολόγωσιν*

(그들은) 동의하자

기원법단수 συνομολόγοιμι

(나는) 동의하기를 (바라다)

συνομολόγοις

(너는) 동의하기를 (바라다)

συνομολόγοι

(그는) 동의하기를 (바라다)

쌍수 συνομολόγοιτον

(너희 둘은) 동의하기를 (바라다)

συνομολογοίτην

(그 둘은) 동의하기를 (바라다)

복수 συνομολόγοιμεν

(우리는) 동의하기를 (바라다)

συνομολόγοιτε

(너희는) 동의하기를 (바라다)

συνομολόγοιεν

(그들은) 동의하기를 (바라다)

명령법단수 συνομολο͂γει

(너는) 동의해라

συνομολογεῖτω

(그는) 동의해라

쌍수 συνομολόγειτον

(너희 둘은) 동의해라

συνομολογεῖτων

(그 둘은) 동의해라

복수 συνομολόγειτε

(너희는) 동의해라

συνομολογοῦντων, συνομολογεῖτωσαν

(그들은) 동의해라

부정사 συνομολόγειν

동의하는 것

분사 남성여성중성
συνομολογων

συνομολογουντος

συνομολογουσα

συνομολογουσης

συνομολογουν

συνομολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνομολόγουμαι

(나는) 동의된다

συνομολόγει, συνομολόγῃ

(너는) 동의된다

συνομολόγειται

(그는) 동의된다

쌍수 συνομολόγεισθον

(너희 둘은) 동의된다

συνομολόγεισθον

(그 둘은) 동의된다

복수 συνομολογοῦμεθα

(우리는) 동의된다

συνομολόγεισθε

(너희는) 동의된다

συνομολόγουνται

(그들은) 동의된다

접속법단수 συνομολόγωμαι

(나는) 동의되자

συνομολόγῃ

(너는) 동의되자

συνομολόγηται

(그는) 동의되자

쌍수 συνομολόγησθον

(너희 둘은) 동의되자

συνομολόγησθον

(그 둘은) 동의되자

복수 συνομολογώμεθα

(우리는) 동의되자

συνομολόγησθε

(너희는) 동의되자

συνομολόγωνται

(그들은) 동의되자

기원법단수 συνομολογοίμην

(나는) 동의되기를 (바라다)

συνομολόγοιο

(너는) 동의되기를 (바라다)

συνομολόγοιτο

(그는) 동의되기를 (바라다)

쌍수 συνομολόγοισθον

(너희 둘은) 동의되기를 (바라다)

συνομολογοίσθην

(그 둘은) 동의되기를 (바라다)

복수 συνομολογοίμεθα

(우리는) 동의되기를 (바라다)

συνομολόγοισθε

(너희는) 동의되기를 (바라다)

συνομολόγοιντο

(그들은) 동의되기를 (바라다)

명령법단수 συνομολόγου

(너는) 동의되어라

συνομολογεῖσθω

(그는) 동의되어라

쌍수 συνομολόγεισθον

(너희 둘은) 동의되어라

συνομολογεῖσθων

(그 둘은) 동의되어라

복수 συνομολόγεισθε

(너희는) 동의되어라

συνομολογεῖσθων, συνομολογεῖσθωσαν

(그들은) 동의되어라

부정사 συνομολόγεισθαι

동의되는 것

분사 남성여성중성
συνομολογουμενος

συνομολογουμενου

συνομολογουμενη

συνομολογουμενης

συνομολογουμενον

συνομολογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνομολογήσω

(나는) 동의하겠다

συνομολογήσεις

(너는) 동의하겠다

συνομολογήσει

(그는) 동의하겠다

쌍수 συνομολογήσετον

(너희 둘은) 동의하겠다

συνομολογήσετον

(그 둘은) 동의하겠다

복수 συνομολογήσομεν

(우리는) 동의하겠다

συνομολογήσετε

(너희는) 동의하겠다

συνομολογήσουσιν*

(그들은) 동의하겠다

기원법단수 συνομολογήσοιμι

(나는) 동의하겠기를 (바라다)

συνομολογήσοις

(너는) 동의하겠기를 (바라다)

συνομολογήσοι

(그는) 동의하겠기를 (바라다)

쌍수 συνομολογήσοιτον

(너희 둘은) 동의하겠기를 (바라다)

συνομολογησοίτην

(그 둘은) 동의하겠기를 (바라다)

복수 συνομολογήσοιμεν

(우리는) 동의하겠기를 (바라다)

συνομολογήσοιτε

(너희는) 동의하겠기를 (바라다)

συνομολογήσοιεν

(그들은) 동의하겠기를 (바라다)

부정사 συνομολογήσειν

동의할 것

분사 남성여성중성
συνομολογησων

συνομολογησοντος

συνομολογησουσα

συνομολογησουσης

συνομολογησον

συνομολογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνομολογήσομαι

(나는) 동의되겠다

συνομολογήσει, συνομολογήσῃ

(너는) 동의되겠다

συνομολογήσεται

(그는) 동의되겠다

쌍수 συνομολογήσεσθον

(너희 둘은) 동의되겠다

συνομολογήσεσθον

(그 둘은) 동의되겠다

복수 συνομολογησόμεθα

(우리는) 동의되겠다

συνομολογήσεσθε

(너희는) 동의되겠다

συνομολογήσονται

(그들은) 동의되겠다

기원법단수 συνομολογησοίμην

(나는) 동의되겠기를 (바라다)

συνομολογήσοιο

(너는) 동의되겠기를 (바라다)

συνομολογήσοιτο

(그는) 동의되겠기를 (바라다)

쌍수 συνομολογήσοισθον

(너희 둘은) 동의되겠기를 (바라다)

συνομολογησοίσθην

(그 둘은) 동의되겠기를 (바라다)

복수 συνομολογησοίμεθα

(우리는) 동의되겠기를 (바라다)

συνομολογήσοισθε

(너희는) 동의되겠기를 (바라다)

συνομολογήσοιντο

(그들은) 동의되겠기를 (바라다)

부정사 συνομολογήσεσθαι

동의될 것

분사 남성여성중성
συνομολογησομενος

συνομολογησομενου

συνομολογησομενη

συνομολογησομενης

συνομολογησομενον

συνομολογησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνωμολο͂γουν

(나는) 동의하고 있었다

συνωμολο͂γεις

(너는) 동의하고 있었다

συνωμολο͂γειν*

(그는) 동의하고 있었다

쌍수 συνωμολόγειτον

(너희 둘은) 동의하고 있었다

συνωμολογεῖτην

(그 둘은) 동의하고 있었다

복수 συνωμολόγουμεν

(우리는) 동의하고 있었다

συνωμολόγειτε

(너희는) 동의하고 있었다

συνωμολο͂γουν

(그들은) 동의하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνωμολογοῦμην

(나는) 동의되고 있었다

συνωμολόγου

(너는) 동의되고 있었다

συνωμολόγειτο

(그는) 동의되고 있었다

쌍수 συνωμολόγεισθον

(너희 둘은) 동의되고 있었다

συνωμολογεῖσθην

(그 둘은) 동의되고 있었다

복수 συνωμολογοῦμεθα

(우리는) 동의되고 있었다

συνωμολόγεισθε

(너희는) 동의되고 있었다

συνωμολόγουντο

(그들은) 동의되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περὶ δικαιοσύνησ ὅλωσ καὶ τῶν δικαίων ἀνθρώπων τε καὶ πραγμάτων καὶ πράξεων πάντεσ πωσ συνομολογοῦμεν πάντα εἶναι ταῦτα καλά, ὥστε οὐδ’ εἴ τισ διισχυρίζοιτο εἶναι τοὺσ δικαίουσ ἀνθρώπουσ, ἂν καὶ τυγχάνωσιν ὄντεσ αἰσχροὶ τὰ σώματα, κατ’ αὐτό γε τὸ δικαιότατον ἦθοσ ταύτῃ παγκάλουσ εἶναι, σχεδὸν οὐδεὶσ ἂν λέγων οὕτω πλημμελῶσ δόξειε λέγειν. (Plato, Laws, book 9 42:2)

    (플라톤, Laws, book 9 42:2)

유의어

  1. 약속하다

  2. to come to terms with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION