헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναλλάσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναλλάσσω συναλλάξω

형태분석: συν (접두사) + ἀλλάσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 사귀다, 연합하다, 참여하다, 교제하다
  2. 화해시키다, 중재하다, 조화시키다
  1. to bring into intercourse with, associate with, to have intercourse with
  2. to reconcile, to be reconciled, to make a league or alliance with, to make peace
  3. to have dealings with
  4. to enter into engagements or contracts

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναλλάσσω

(나는) 사귄다

συναλλάσσεις

(너는) 사귄다

συναλλάσσει

(그는) 사귄다

쌍수 συναλλάσσετον

(너희 둘은) 사귄다

συναλλάσσετον

(그 둘은) 사귄다

복수 συναλλάσσομεν

(우리는) 사귄다

συναλλάσσετε

(너희는) 사귄다

συναλλάσσουσιν*

(그들은) 사귄다

접속법단수 συναλλάσσω

(나는) 사귀자

συναλλάσσῃς

(너는) 사귀자

συναλλάσσῃ

(그는) 사귀자

쌍수 συναλλάσσητον

(너희 둘은) 사귀자

συναλλάσσητον

(그 둘은) 사귀자

복수 συναλλάσσωμεν

(우리는) 사귀자

συναλλάσσητε

(너희는) 사귀자

συναλλάσσωσιν*

(그들은) 사귀자

기원법단수 συναλλάσσοιμι

(나는) 사귀기를 (바라다)

συναλλάσσοις

(너는) 사귀기를 (바라다)

συναλλάσσοι

(그는) 사귀기를 (바라다)

쌍수 συναλλάσσοιτον

(너희 둘은) 사귀기를 (바라다)

συναλλασσοίτην

(그 둘은) 사귀기를 (바라다)

복수 συναλλάσσοιμεν

(우리는) 사귀기를 (바라다)

συναλλάσσοιτε

(너희는) 사귀기를 (바라다)

συναλλάσσοιεν

(그들은) 사귀기를 (바라다)

명령법단수 συνάλλασσε

(너는) 사귀어라

συναλλασσέτω

(그는) 사귀어라

쌍수 συναλλάσσετον

(너희 둘은) 사귀어라

συναλλασσέτων

(그 둘은) 사귀어라

복수 συναλλάσσετε

(너희는) 사귀어라

συναλλασσόντων, συναλλασσέτωσαν

(그들은) 사귀어라

부정사 συναλλάσσειν

사귀는 것

분사 남성여성중성
συναλλασσων

συναλλασσοντος

συναλλασσουσα

συναλλασσουσης

συναλλασσον

συναλλασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναλλάσσομαι

(나는) 사귀여진다

συναλλάσσει, συναλλάσσῃ

(너는) 사귀여진다

συναλλάσσεται

(그는) 사귀여진다

쌍수 συναλλάσσεσθον

(너희 둘은) 사귀여진다

συναλλάσσεσθον

(그 둘은) 사귀여진다

복수 συναλλασσόμεθα

(우리는) 사귀여진다

συναλλάσσεσθε

(너희는) 사귀여진다

συναλλάσσονται

(그들은) 사귀여진다

접속법단수 συναλλάσσωμαι

(나는) 사귀여지자

συναλλάσσῃ

(너는) 사귀여지자

συναλλάσσηται

(그는) 사귀여지자

쌍수 συναλλάσσησθον

(너희 둘은) 사귀여지자

συναλλάσσησθον

(그 둘은) 사귀여지자

복수 συναλλασσώμεθα

(우리는) 사귀여지자

συναλλάσσησθε

(너희는) 사귀여지자

συναλλάσσωνται

(그들은) 사귀여지자

기원법단수 συναλλασσοίμην

(나는) 사귀여지기를 (바라다)

συναλλάσσοιο

(너는) 사귀여지기를 (바라다)

συναλλάσσοιτο

(그는) 사귀여지기를 (바라다)

쌍수 συναλλάσσοισθον

(너희 둘은) 사귀여지기를 (바라다)

συναλλασσοίσθην

(그 둘은) 사귀여지기를 (바라다)

복수 συναλλασσοίμεθα

(우리는) 사귀여지기를 (바라다)

συναλλάσσοισθε

(너희는) 사귀여지기를 (바라다)

συναλλάσσοιντο

(그들은) 사귀여지기를 (바라다)

명령법단수 συναλλάσσου

(너는) 사귀여져라

συναλλασσέσθω

(그는) 사귀여져라

쌍수 συναλλάσσεσθον

(너희 둘은) 사귀여져라

συναλλασσέσθων

(그 둘은) 사귀여져라

복수 συναλλάσσεσθε

(너희는) 사귀여져라

συναλλασσέσθων, συναλλασσέσθωσαν

(그들은) 사귀여져라

부정사 συναλλάσσεσθαι

사귀여지는 것

분사 남성여성중성
συναλλασσομενος

συναλλασσομενου

συναλλασσομενη

συναλλασσομενης

συναλλασσομενον

συναλλασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναλλάξω

(나는) 사귀겠다

συναλλάξεις

(너는) 사귀겠다

συναλλάξει

(그는) 사귀겠다

쌍수 συναλλάξετον

(너희 둘은) 사귀겠다

συναλλάξετον

(그 둘은) 사귀겠다

복수 συναλλάξομεν

(우리는) 사귀겠다

συναλλάξετε

(너희는) 사귀겠다

συναλλάξουσιν*

(그들은) 사귀겠다

기원법단수 συναλλάξοιμι

(나는) 사귀겠기를 (바라다)

συναλλάξοις

(너는) 사귀겠기를 (바라다)

συναλλάξοι

(그는) 사귀겠기를 (바라다)

쌍수 συναλλάξοιτον

(너희 둘은) 사귀겠기를 (바라다)

συναλλαξοίτην

(그 둘은) 사귀겠기를 (바라다)

복수 συναλλάξοιμεν

(우리는) 사귀겠기를 (바라다)

συναλλάξοιτε

(너희는) 사귀겠기를 (바라다)

συναλλάξοιεν

(그들은) 사귀겠기를 (바라다)

부정사 συναλλάξειν

사귈 것

분사 남성여성중성
συναλλαξων

συναλλαξοντος

συναλλαξουσα

συναλλαξουσης

συναλλαξον

συναλλαξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναλλάξομαι

(나는) 사귀여지겠다

συναλλάξει, συναλλάξῃ

(너는) 사귀여지겠다

συναλλάξεται

(그는) 사귀여지겠다

쌍수 συναλλάξεσθον

(너희 둘은) 사귀여지겠다

συναλλάξεσθον

(그 둘은) 사귀여지겠다

복수 συναλλαξόμεθα

(우리는) 사귀여지겠다

συναλλάξεσθε

(너희는) 사귀여지겠다

συναλλάξονται

(그들은) 사귀여지겠다

기원법단수 συναλλαξοίμην

(나는) 사귀여지겠기를 (바라다)

συναλλάξοιο

(너는) 사귀여지겠기를 (바라다)

συναλλάξοιτο

(그는) 사귀여지겠기를 (바라다)

쌍수 συναλλάξοισθον

(너희 둘은) 사귀여지겠기를 (바라다)

συναλλαξοίσθην

(그 둘은) 사귀여지겠기를 (바라다)

복수 συναλλαξοίμεθα

(우리는) 사귀여지겠기를 (바라다)

συναλλάξοισθε

(너희는) 사귀여지겠기를 (바라다)

συναλλάξοιντο

(그들은) 사귀여지겠기를 (바라다)

부정사 συναλλάξεσθαι

사귀여질 것

분사 남성여성중성
συναλλαξομενος

συναλλαξομενου

συναλλαξομενη

συναλλαξομενης

συναλλαξομενον

συναλλαξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνήλλασσον

(나는) 사귀고 있었다

συνήλλασσες

(너는) 사귀고 있었다

συνήλλασσεν*

(그는) 사귀고 있었다

쌍수 συνηλλάσσετον

(너희 둘은) 사귀고 있었다

συνηλλασσέτην

(그 둘은) 사귀고 있었다

복수 συνηλλάσσομεν

(우리는) 사귀고 있었다

συνηλλάσσετε

(너희는) 사귀고 있었다

συνήλλασσον

(그들은) 사귀고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηλλασσόμην

(나는) 사귀여지고 있었다

συνηλλάσσου

(너는) 사귀여지고 있었다

συνηλλάσσετο

(그는) 사귀여지고 있었다

쌍수 συνηλλάσσεσθον

(너희 둘은) 사귀여지고 있었다

συνηλλασσέσθην

(그 둘은) 사귀여지고 있었다

복수 συνηλλασσόμεθα

(우리는) 사귀여지고 있었다

συνηλλάσσεσθε

(너희는) 사귀여지고 있었다

συνηλλάσσοντο

(그들은) 사귀여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῇ τε ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ ὤφθη αὐτοῖσ μαχομένοισ καὶ συνήλλασσεν αὐτοὺσ εἰσ εἰρήνην εἰπών Ἄνδρεσ, ἀδελφοί ἐστε· (, chapter 1 238:1)

    (, chapter 1 238:1)

유의어

  1. 사귀다

  2. 화해시키다

  3. to have dealings with

  4. to enter into engagements or contracts

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION