Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπαραγγέλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπαραγγέλλω συμπαραγγελῶ

Structure: συμ (Prefix) + παρ (Prefix) + ἀγγέλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to help in canvassing for

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαραγγέλλω συμπαραγγέλλεις συμπαραγγέλλει
Dual συμπαραγγέλλετον συμπαραγγέλλετον
Plural συμπαραγγέλλομεν συμπαραγγέλλετε συμπαραγγέλλουσιν*
SubjunctiveSingular συμπαραγγέλλω συμπαραγγέλλῃς συμπαραγγέλλῃ
Dual συμπαραγγέλλητον συμπαραγγέλλητον
Plural συμπαραγγέλλωμεν συμπαραγγέλλητε συμπαραγγέλλωσιν*
OptativeSingular συμπαραγγέλλοιμι συμπαραγγέλλοις συμπαραγγέλλοι
Dual συμπαραγγέλλοιτον συμπαραγγελλοίτην
Plural συμπαραγγέλλοιμεν συμπαραγγέλλοιτε συμπαραγγέλλοιεν
ImperativeSingular συμπαράγγελλε συμπαραγγελλέτω
Dual συμπαραγγέλλετον συμπαραγγελλέτων
Plural συμπαραγγέλλετε συμπαραγγελλόντων, συμπαραγγελλέτωσαν
Infinitive συμπαραγγέλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαραγγελλων συμπαραγγελλοντος συμπαραγγελλουσα συμπαραγγελλουσης συμπαραγγελλον συμπαραγγελλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαραγγέλλομαι συμπαραγγέλλει, συμπαραγγέλλῃ συμπαραγγέλλεται
Dual συμπαραγγέλλεσθον συμπαραγγέλλεσθον
Plural συμπαραγγελλόμεθα συμπαραγγέλλεσθε συμπαραγγέλλονται
SubjunctiveSingular συμπαραγγέλλωμαι συμπαραγγέλλῃ συμπαραγγέλληται
Dual συμπαραγγέλλησθον συμπαραγγέλλησθον
Plural συμπαραγγελλώμεθα συμπαραγγέλλησθε συμπαραγγέλλωνται
OptativeSingular συμπαραγγελλοίμην συμπαραγγέλλοιο συμπαραγγέλλοιτο
Dual συμπαραγγέλλοισθον συμπαραγγελλοίσθην
Plural συμπαραγγελλοίμεθα συμπαραγγέλλοισθε συμπαραγγέλλοιντο
ImperativeSingular συμπαραγγέλλου συμπαραγγελλέσθω
Dual συμπαραγγέλλεσθον συμπαραγγελλέσθων
Plural συμπαραγγέλλεσθε συμπαραγγελλέσθων, συμπαραγγελλέσθωσαν
Infinitive συμπαραγγέλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαραγγελλομενος συμπαραγγελλομενου συμπαραγγελλομενη συμπαραγγελλομενης συμπαραγγελλομενον συμπαραγγελλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαραγγελῶ συμπαραγγελεῖς συμπαραγγελεῖ
Dual συμπαραγγελεῖτον συμπαραγγελεῖτον
Plural συμπαραγγελοῦμεν συμπαραγγελεῖτε συμπαραγγελοῦσιν*
OptativeSingular συμπαραγγελοῖμι συμπαραγγελοῖς συμπαραγγελοῖ
Dual συμπαραγγελοῖτον συμπαραγγελοίτην
Plural συμπαραγγελοῖμεν συμπαραγγελοῖτε συμπαραγγελοῖεν
Infinitive συμπαραγγελεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαραγγελων συμπαραγγελουντος συμπαραγγελουσα συμπαραγγελουσης συμπαραγγελουν συμπαραγγελουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαραγγελοῦμαι συμπαραγγελεῖ, συμπαραγγελῇ συμπαραγγελεῖται
Dual συμπαραγγελεῖσθον συμπαραγγελεῖσθον
Plural συμπαραγγελούμεθα συμπαραγγελεῖσθε συμπαραγγελοῦνται
OptativeSingular συμπαραγγελοίμην συμπαραγγελοῖο συμπαραγγελοῖτο
Dual συμπαραγγελοῖσθον συμπαραγγελοίσθην
Plural συμπαραγγελοίμεθα συμπαραγγελοῖσθε συμπαραγγελοῖντο
Infinitive συμπαραγγελεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαραγγελουμενος συμπαραγγελουμενου συμπαραγγελουμενη συμπαραγγελουμενης συμπαραγγελουμενον συμπαραγγελουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to help in canvassing for

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION