συμμετρέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συμμετρέω
συμμετρήσω
형태분석:
συμ
(접두사)
+
μετρέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to measure by comparison with
- measured by calculation
- to be commensurate with
- had, life measured out
- to measure for oneself, compute exactly, calculated, by counting
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- φαίνεται δ’ ὁ μὲν Ἀριστείδησ οὔπω τότε μεγάλων οὐσῶν τῶν Ἀθηνῶν καὶ ταῖσ οὐσίαισ ἔτι συμμέτροισ καὶ ὁμαλοῖσ ἐπιβαλὼν δημαγωγοῖσ καὶ στρατηγοῖσ ἐπιφανὴσ γενέσθαι· (Plutarch, Comparison of Aristides with Marcus Cato, chapter 1 2:1)
(플루타르코스, Comparison of Aristides with Marcus Cato, chapter 1 2:1)
- δεῖ οὖν τὸν ὑγιείασ ἀντιποιούμενον καὶ συμμέτροισ γυμνασίοισ χρᾶσθαι διὰ τοὺσ πολλοὺσ ἱδρῶτασ καὶ λουτροῖσ, ὡσ διᾶναί τε τὸ σῶμα καὶ μαλαχθῆναι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 242)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 242)
- ὥσπερ γὰρ τὰ φυτὰ τοῖσ μὲν μετρίοισ ὕδασι τρέφεται, τοῖσ δὲ πολλοῖσ πνίγεται, τὸν αὐτὸν τρόπον ψυχὴ τοῖσ μὲν συμμέτροισ αὒξεται πόνοισ, τοῖσ δ’ ὑπερβάλλουσι βαπτίζεται. (Plutarch, De liberis educandis, section 13 2:1)
(플루타르코스, De liberis educandis, section 13 2:1)
- οὐχ ἥκιστα τοίνυν εὐθυμίαν κολούει τὸ μὴ συμμέτροισ χρῆσθαι πρὸσ τὴν ὑποκειμένην δύναμιν ὁρμαῖσ ὥσπερ ἱστίοισ, ἀλλὰ μειζόνων ἐφιεμένουσ ταῖσ ἐλπίσιν εἶτ’ ἀποτυγχάνοντασ αἰτιᾶσθαι δαίμονα καὶ τύχην ἀλλὰ μὴ τὴν αὑτῶν ἀβελτερίαν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 121)
(플루타르코스, De tranquilitate animi, section 121)
- οὐχ ἥκιστα τοίνυν εὐθυμίαν κολούει τὸ μὴ συμμέτροισ χρῆσθαι πρὸσ τὴν ὑποκειμένην δύναμιν ὁρμαῖσ ὥσπερ ἱστίοισ, ἀλλὰ μειζόνων ἐφιεμένουσ ταῖσ ἐλπίσιν εἶτ’ ἀποτυγχάνοντασ αἰτιᾶσθαι δαίμονα καὶ τύχην ἀλλὰ μὴ τὴν αὑτῶν ἀβελτερίαν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 121)
(플루타르코스, De tranquilitate animi, section 121)
유의어
-
to measure by comparison with
-
measured by calculation
-
to measure for oneself
파생어
- ἀναμετρέω (지불하다, 내다, 정량을 재다)
- ἀπομετρέω (정량을 재다, 측정하다)
- διαμετρέω (측정하다, 무게가 ~가 되다, 재다)
- ἐκμετρέω (정량을 재다, 측정하다, 무게가 ~가 되다)
- ἐπιμετρέω (to measure out besides, paid by measure, to add to the measure)
- καταμετρέω (to measure out to)
- μετρέω (횡단하다, 가로지르다, 측정하다)
- παραμετρέω (비교하다, 비기다, 측정하다)
- περιμετρέω (to measure all round)