헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμμετρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμμετρέω συμμετρήσω

형태분석: συμ (접두사) + μετρέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: su/mmetros

  1. to measure by comparison with
  2. measured by calculation
  3. to be commensurate with
  4. had, life measured out
  5. to measure for oneself, compute exactly, calculated, by counting

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμέτρω

συμμέτρεις

συμμέτρει

쌍수 συμμέτρειτον

συμμέτρειτον

복수 συμμέτρουμεν

συμμέτρειτε

συμμέτρουσιν*

접속법단수 συμμέτρω

συμμέτρῃς

συμμέτρῃ

쌍수 συμμέτρητον

συμμέτρητον

복수 συμμέτρωμεν

συμμέτρητε

συμμέτρωσιν*

기원법단수 συμμέτροιμι

συμμέτροις

συμμέτροι

쌍수 συμμέτροιτον

συμμετροίτην

복수 συμμέτροιμεν

συμμέτροιτε

συμμέτροιεν

명령법단수 συμμε͂τρει

συμμετρεῖτω

쌍수 συμμέτρειτον

συμμετρεῖτων

복수 συμμέτρειτε

συμμετροῦντων, συμμετρεῖτωσαν

부정사 συμμέτρειν

분사 남성여성중성
συμμετρων

συμμετρουντος

συμμετρουσα

συμμετρουσης

συμμετρουν

συμμετρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμέτρουμαι

συμμέτρει, συμμέτρῃ

συμμέτρειται

쌍수 συμμέτρεισθον

συμμέτρεισθον

복수 συμμετροῦμεθα

συμμέτρεισθε

συμμέτρουνται

접속법단수 συμμέτρωμαι

συμμέτρῃ

συμμέτρηται

쌍수 συμμέτρησθον

συμμέτρησθον

복수 συμμετρώμεθα

συμμέτρησθε

συμμέτρωνται

기원법단수 συμμετροίμην

συμμέτροιο

συμμέτροιτο

쌍수 συμμέτροισθον

συμμετροίσθην

복수 συμμετροίμεθα

συμμέτροισθε

συμμέτροιντο

명령법단수 συμμέτρου

συμμετρεῖσθω

쌍수 συμμέτρεισθον

συμμετρεῖσθων

복수 συμμέτρεισθε

συμμετρεῖσθων, συμμετρεῖσθωσαν

부정사 συμμέτρεισθαι

분사 남성여성중성
συμμετρουμενος

συμμετρουμενου

συμμετρουμενη

συμμετρουμενης

συμμετρουμενον

συμμετρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to measure by comparison with

  2. measured by calculation

  3. to measure for oneself

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION