헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συλλογή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συλλογή

형태분석: συλλογ (어간) + η (어미)

어원: sulle/gw

  1. 모임, 회합, 집합
  2. 요약, 전체, 합계
  3. 회의, 만남, 집합
  1. a gathering, collecting, the first harvest
  2. a levying
  3. a summary, recapitulation
  4. an assembly, meeting

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 συλλογή

모임이

συλλογᾱ́

모임들이

συλλογαί

모임들이

속격 συλλογῆς

모임의

συλλογαῖν

모임들의

συλλογῶν

모임들의

여격 συλλογῇ

모임에게

συλλογαῖν

모임들에게

συλλογαῖς

모임들에게

대격 συλλογήν

모임을

συλλογᾱ́

모임들을

συλλογᾱ́ς

모임들을

호격 συλλογή

모임아

συλλογᾱ́

모임들아

συλλογαί

모임들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ περὶ μὲν παιδείασ οὐκ οἶδ’ ὅτι δεῖ πλείονα λέγοντα διατρίβειν πρὸσ δὲ τοῖσ εἰρημένοισ χρήσιμον, μᾶλλον δὲ ἀναγκαῖόν ἐστι μηδὲ τῆσ τῶν παλαιῶν συγγραμμάτων κτήσεωσ ὀλιγώρωσ ἔχειν, ἀλλὰ καὶ τούτων ποιεῖσθαι συλλογὴν κατὰ τὸ γεωργῶδεσ. (Plutarch, De liberis educandis, section 10 14:3)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 10 14:3)

  • ὧδε οὖν ἐποιεῖτο τὴν συλλογήν. (Xenophon, Anabasis, , chapter 1 7:2)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 1 7:2)

  • φύσει δὲ ὢν φιλοπόλεμοσ ὁ Ἀννίβασ καὶ οὔ ποτε φέρων ἀργίαν, τότε μάλιστα τῆσ ἀπορίασ αὐτὸν ἐνοχλούσησ ἐξέτασσε συνεχῶσ ἐσ μάχην, δεδιὼσ μὴ οἱ μισθοφόροι μετάθοιντο διὰ τὴν ἀμισθίαν ἢ σκεδασθεῖεν ἐπὶ συλλογὴν ἀγορᾶσ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 3 6:6)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 3 6:6)

  • "Νέφη δύναται γίνεσθαι καὶ συνίστασθαι καὶ παρὰ πιλήσεισ ἀέροσ πνευμάτων συνώσει, καὶ παρὰ περιπλοκὰσ ἀλληλούχων ἀτόμων καὶ ἐπιτηδείων εἰσ τὸ τοῦτο τελέσαι καὶ κατὰ ῥευμάτων συλλογὴν ἀπό τε γῆσ καὶ ὑδάτων· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 99:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 99:2)

  • "Τὰ δὲ πνεύματα συμβαίνει γίνεσθαι κατὰ χρόνον ἀλλοφυλίασ τινὸσ ἀεὶ καὶ κατὰ μικρὸν παρεισδυομένησ, καὶ καθ’ ὕδατοσ ἀφθόνου συλλογήν· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 106:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 106:2)

유의어

  1. 모임

  2. a levying

  3. 요약

  4. 회의

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION