συλλογή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συλλογή
형태분석:
συλλογ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 모임, 회합, 집합
- 요약, 전체, 합계
- 회의, 만남, 집합
- a gathering, collecting, the first harvest
- a levying
- a summary, recapitulation
- an assembly, meeting
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὸν δὲ ἀγερμὸν τοῦτον κατέδειξε πρῶτοσ Κλεόβουλοσ ὁ Λίνδιοσ ἐν Λίνδῳ χρείασ γενομένησ συλλογῆσ χρημάτων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 60 2:5)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 60 2:5)
- τοῖσ μὲν Νομάσιν ἐπέθηκε δίκην, οὐκέτι δὲ κομιδῆσ ἢ συλλογῆσ τῶν λειψάνων ἐφρόντισεν, ὡσ δὴ κατὰ θεόν τινα καὶ τῆσ τελευτῆσ καὶ τῆσ ἀταφίασ παραλόγωσ οὕτω τῷ Μαρκέλλῳ γενομένησ, ταῦτα μὲν οὖν οἱ περὶ Κορνήλιον Νέπωτα καὶ Οὐαλέριον Μάξιμον ἱστορήκασι· (Plutarch, Marcellus, chapter 30 3:1)
(플루타르코스, Marcellus, chapter 30 3:1)
- καὶ πάθοσ οὐ μειρακίου παθὼν ἐν ἀρχῇ πράξεωσ ἀνατραπέντοσ, ἀλλ’ ἐμβριθοῦσ στρατηγοῦ κεχρημένου πραγμάτων μεταβολαῖσ, ἀνδρῶν τε συλλογῆσ καὶ κατασκευῆσ ὅπλων ἐπεμελεῖτο καὶ τὰσ πόλεισ διὰ χειρὸσ εἶχε καὶ τοὺσ ἀθροιζομένουσ ἐγύμναζεν. (Plutarch, Demetrius, chapter 5 4:1)
(플루타르코스, Demetrius, chapter 5 4:1)
- καὶ τοὺσ μὲν ἄλλουσ οὐδ’ ἀπαντῶντασ ὁρῶσι, τῶν δὲ πλουσίων ἕνεκα εἰσ τὴν ὑπερορίαν ἀπαίρουσιν, ὥσπερ οἱ Φρύγεσ τῶν ἐλαῶν ἕνεκα τῆσ συλλογῆσ, καὶ προσιόντων εὐθὺσ ὤσφροντο καὶ παραλαβόντεσ ἄγουσι, καὶ τὴν ἀρετὴν παραδώσειν ὑπισχνοῦνται. (Aristides, Aelius, Orationes, 193:3)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 193:3)
- οὐ τοσαύτη γὰρ ἂν ἐκ τῆσ ἐπ’ ἀκριβὲσ αὐτῶν συλλογῆσ εὐπορία τοῖσ δεσπόταισ γένοιτο, ὅση χάρισ ἐκ τῶν δεομένων ἔλθοι, τό τε θεῖον τὴν γῆν προθυμοτέραν εἰσ τὴν ἐκτροφὴν τῶν καρπῶν ἀπεργάσεται μὴ τοῦ κατ’ αὐτοὺσ προνοουμένων λυσιτελοῦσ, ἀλλὰ καὶ τῆσ τῶν ἄλλων διατροφῆσ λόγον ἐχόντων. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 4 300:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 4 300:1)
유의어
-
모임
-
a levying
-
요약
-
회의
- συνηλυσίη (회의, 만남, 집합)
- σύνοδος (회의, 만남, 집합)
- ὁμήγυρις (회의, 만남, 모임)
- συναγωγή (회의, 만남, 집합)
- ἐκκλησίᾱ (국회, 의원)
- ἀπάντημα (회의, 만남)
- συνάντησις (회의, 만남)
- ἄντηστις (회의, 만남)