Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκομίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκομίζω συγκομιῶ

Structure: συγ (Prefix) + κομίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to carry or bring together, collect, to bring together to oneself, collect, to claim, to be heaped together, are gained both at once
  2. to gather in, store up, house, for carrying
  3. to help in burying

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκομίζω συγκομίζεις συγκομίζει
Dual συγκομίζετον συγκομίζετον
Plural συγκομίζομεν συγκομίζετε συγκομίζουσιν*
SubjunctiveSingular συγκομίζω συγκομίζῃς συγκομίζῃ
Dual συγκομίζητον συγκομίζητον
Plural συγκομίζωμεν συγκομίζητε συγκομίζωσιν*
OptativeSingular συγκομίζοιμι συγκομίζοις συγκομίζοι
Dual συγκομίζοιτον συγκομιζοίτην
Plural συγκομίζοιμεν συγκομίζοιτε συγκομίζοιεν
ImperativeSingular συγκόμιζε συγκομιζέτω
Dual συγκομίζετον συγκομιζέτων
Plural συγκομίζετε συγκομιζόντων, συγκομιζέτωσαν
Infinitive συγκομίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκομιζων συγκομιζοντος συγκομιζουσα συγκομιζουσης συγκομιζον συγκομιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκομίζομαι συγκομίζει, συγκομίζῃ συγκομίζεται
Dual συγκομίζεσθον συγκομίζεσθον
Plural συγκομιζόμεθα συγκομίζεσθε συγκομίζονται
SubjunctiveSingular συγκομίζωμαι συγκομίζῃ συγκομίζηται
Dual συγκομίζησθον συγκομίζησθον
Plural συγκομιζώμεθα συγκομίζησθε συγκομίζωνται
OptativeSingular συγκομιζοίμην συγκομίζοιο συγκομίζοιτο
Dual συγκομίζοισθον συγκομιζοίσθην
Plural συγκομιζοίμεθα συγκομίζοισθε συγκομίζοιντο
ImperativeSingular συγκομίζου συγκομιζέσθω
Dual συγκομίζεσθον συγκομιζέσθων
Plural συγκομίζεσθε συγκομιζέσθων, συγκομιζέσθωσαν
Infinitive συγκομίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκομιζομενος συγκομιζομενου συγκομιζομενη συγκομιζομενης συγκομιζομενον συγκομιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκομίω συγκομίεις συγκομίει
Dual συγκομίειτον συγκομίειτον
Plural συγκομίουμεν συγκομίειτε συγκομίουσιν*
OptativeSingular συγκομίοιμι συγκομίοις συγκομίοι
Dual συγκομίοιτον συγκομιοίτην
Plural συγκομίοιμεν συγκομίοιτε συγκομίοιεν
Infinitive συγκομίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκομιων συγκομιουντος συγκομιουσα συγκομιουσης συγκομιουν συγκομιουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκομίουμαι συγκομίει, συγκομίῃ συγκομίειται
Dual συγκομίεισθον συγκομίεισθον
Plural συγκομιοῦμεθα συγκομίεισθε συγκομίουνται
OptativeSingular συγκομιοίμην συγκομίοιο συγκομίοιτο
Dual συγκομίοισθον συγκομιοίσθην
Plural συγκομιοίμεθα συγκομίοισθε συγκομίοιντο
Infinitive συγκομίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκομιουμενος συγκομιουμενου συγκομιουμενη συγκομιουμενης συγκομιουμενον συγκομιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to help in burying

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION