Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταθάπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταθάπτω συγκαταθάψω

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + θάπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bury along with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταθάπτω συγκαταθάπτεις συγκαταθάπτει
Dual συγκαταθάπτετον συγκαταθάπτετον
Plural συγκαταθάπτομεν συγκαταθάπτετε συγκαταθάπτουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταθάπτω συγκαταθάπτῃς συγκαταθάπτῃ
Dual συγκαταθάπτητον συγκαταθάπτητον
Plural συγκαταθάπτωμεν συγκαταθάπτητε συγκαταθάπτωσιν*
OptativeSingular συγκαταθάπτοιμι συγκαταθάπτοις συγκαταθάπτοι
Dual συγκαταθάπτοιτον συγκαταθαπτοίτην
Plural συγκαταθάπτοιμεν συγκαταθάπτοιτε συγκαταθάπτοιεν
ImperativeSingular συγκαταθάπτε συγκαταθαπτέτω
Dual συγκαταθάπτετον συγκαταθαπτέτων
Plural συγκαταθάπτετε συγκαταθαπτόντων, συγκαταθαπτέτωσαν
Infinitive συγκαταθάπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταθαπτων συγκαταθαπτοντος συγκαταθαπτουσα συγκαταθαπτουσης συγκαταθαπτον συγκαταθαπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταθάπτομαι συγκαταθάπτει, συγκαταθάπτῃ συγκαταθάπτεται
Dual συγκαταθάπτεσθον συγκαταθάπτεσθον
Plural συγκαταθαπτόμεθα συγκαταθάπτεσθε συγκαταθάπτονται
SubjunctiveSingular συγκαταθάπτωμαι συγκαταθάπτῃ συγκαταθάπτηται
Dual συγκαταθάπτησθον συγκαταθάπτησθον
Plural συγκαταθαπτώμεθα συγκαταθάπτησθε συγκαταθάπτωνται
OptativeSingular συγκαταθαπτοίμην συγκαταθάπτοιο συγκαταθάπτοιτο
Dual συγκαταθάπτοισθον συγκαταθαπτοίσθην
Plural συγκαταθαπτοίμεθα συγκαταθάπτοισθε συγκαταθάπτοιντο
ImperativeSingular συγκαταθάπτου συγκαταθαπτέσθω
Dual συγκαταθάπτεσθον συγκαταθαπτέσθων
Plural συγκαταθάπτεσθε συγκαταθαπτέσθων, συγκαταθαπτέσθωσαν
Infinitive συγκαταθάπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταθαπτομενος συγκαταθαπτομενου συγκαταθαπτομενη συγκαταθαπτομενης συγκαταθαπτομενον συγκαταθαπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bury along with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION