Ancient Greek-English Dictionary Language

συγγενικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγγενικός

Structure: συγγενικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from suggenh/s

Sense

  1. (of a predisposition to disease) congenital or hereditary
  2. of or for kinsmen, between kinfolk
  3. (metaphoric) kindred, of a common kind

Examples

  • τοιγάρτοι διέμειναν ἐν πολλαῖσ γενεαῖσ οὐδὲν διαφέρουσαι συγγενικῶν ἀναγκαιοτήτων αἱ τῶν πελατῶν τε καὶ προστατῶν συζυγίαι παισὶ παίδων συνιστάμεναι, καὶ μέγασ ἔπαινοσ ἦν τοῖσ ἐκ τῶν ἐπιφανῶν οἴκων ὡσ πλείστουσ πελάτασ ἔχειν τάσ τε προγονικὰσ φυλάττουσι διαδοχὰσ τῶν πατρωνειῶν καὶ διὰ τῆσ ἑαυτῶν ἀρετῆσ ἄλλασ ἐπικτωμένοισ, ὅ τε ἀγὼν τῆσ εὐνοίασ ὑπὲρ τοῦ μὴ λειφθῆναι τῆσ ἀλλήλων χάριτοσ ἔκτοποσ ἡλίκοσ ἀμφοτέροισ ἦν τῶν μὲν πελατῶν ἅπαντα τοῖσ προστάταισ ἀξιούντων ὡσ δυνάμεωσ εἶχον ὑπηρετεῖν, τῶν δὲ πατρικίων ἥκιστα βουλομένων τοῖσ πελάταισ ἐνοχλεῖν χρηματικήν τε οὐδεμίαν δωρεὰν προσιεμένων· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 10 6:1)

Synonyms

  1. congenital or hereditary

  2. kindred

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION