Ancient Greek-English Dictionary Language

στωμύλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στωμύλος στωμύλον

Structure: στωμυλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sto/ma

Sense

  1. mouthy, wordy, talkative, chattering, glib, nonsense

Examples

  • φησὶν δὲ ὁ μῦθοσ καὶ ἄνθρωπόν τινα Μυῖαν τὸ ἀρχαῖον γενέσθαι πάνυ καλήν, λάλον μέντοι γε καὶ στωμύλον καὶ ᾠδικήν, καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνῃ κατὰ τὸ αὐτὸ ἀμφοτέρασ τοῦ Ἐνδυμίωνοσ. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 10:1)
  • ὁ Ἀναχαρσισ δὲ πόθεν ἂν ἐκεῖνον ἔγνω ὁμοεθνῆ ὄντα, Ἑλληνιστὶ ἐσταλμένον, ὑπεξυρημένον τὸ γένειον, ἄζωστον, ἀσίδηρον, ἤδη στωμύλον, αὐτῶν τῶν Ἀττικῶν ἕνα τῶν αὐτοχθόνων; (Lucian, Scytha 7:2)
  • τῶν δὲ ἀπὸ τοῦ περιπάτου Κλεόδημοσ, οἶσθα τὸν στωμύλον, τὸν ἐλεγκτικόν, Ξίφοσ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ καὶ Κοπίδα καλοῦσιν. (Lucian, Symposium, (no name) 6:2)
  • βούλει τὸν Ἀθηναῖον ἐκεῖνον, τὸν στωμύλον; (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 15:1)
  • αὐταὶ καὶ Χάριτέσ σοι δωρήσαντο, Μένανδρε, στωμύλον εὐτυχίην δράμασιν ἐνθέμεναι. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1872)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION