- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στωμύλος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: stōmylos 고전 발음: [또:뮐로] 신약 발음: [또뮐로]

기본형: στωμύλος στωμύλον

형태분석: στωμυλ (어간) + ος (어미)

어원: στόμα

  1. 수다스러운, 말이 많은, 이야기하기 좋아하는, 지루하게 긴, 장황한, 말수가 많은, 장황하게 쓰는
  1. mouthy, wordy, talkative, chattering, glib, nonsense

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 στωμύλος

수다스러운 (이)가

στώμυλον

수다스러운 (것)가

속격 στωμύλου

수다스러운 (이)의

στωμύλου

수다스러운 (것)의

여격 στωμύλῳ

수다스러운 (이)에게

στωμύλῳ

수다스러운 (것)에게

대격 στωμύλον

수다스러운 (이)를

στώμυλον

수다스러운 (것)를

호격 στωμύλε

수다스러운 (이)야

στώμυλον

수다스러운 (것)야

쌍수주/대/호 στωμύλω

수다스러운 (이)들이

στωμύλω

수다스러운 (것)들이

속/여 στωμύλοιν

수다스러운 (이)들의

στωμύλοιν

수다스러운 (것)들의

복수주격 στωμύλοι

수다스러운 (이)들이

στώμυλα

수다스러운 (것)들이

속격 στωμύλων

수다스러운 (이)들의

στωμύλων

수다스러운 (것)들의

여격 στωμύλοις

수다스러운 (이)들에게

στωμύλοις

수다스러운 (것)들에게

대격 στωμύλους

수다스러운 (이)들을

στώμυλα

수다스러운 (것)들을

호격 στωμύλοι

수다스러운 (이)들아

στώμυλα

수다스러운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 στωμύλος

στωμύλου

수다스러운 (이)의

στωμυλότερος

στωμυλοτέρου

더 수다스러운 (이)의

στωμυλότατος

στωμυλοτάτου

가장 수다스러운 (이)의

부사 στωμύλως

στωμυλότερον

στωμυλότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φησὶν δὲ ὁ μῦθος καὶ ἄνθρωπόν τινα Μυῖαν τὸ ἀρχαῖον γενέσθαι πάνυ καλήν, λάλον μέντοι γε καὶ στωμύλον καὶ ᾠδικήν, καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνῃ κατὰ τὸ αὐτὸ ἀμφοτέρας τοῦ Ἐνδυμίωνος. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 10:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 10:1)

  • σὺ δὲ - στωμύλος γὰρ εἶ καὶ δικανικὸς - ἀπολόγησαι ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς δικαίαν τὴν ψῆφον ἔθετο, ἀνεσταυρῶσθαί με πλησίον τῶν Κασπίων τούτων πυλῶν ἐπὶ τοῦ Καυκάσου, οἴκτιστον θέαμα πᾶσι Σκύθαις. (Lucian, Prometheus, (no name) 4:3)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 4:3)

  • ὁ Ἀναχαρσις δὲ πόθεν ἂν ἐκεῖνον ἔγνω ὁμοεθνῆ ὄντα, Ἑλληνιστὶ ἐσταλμένον, ὑπεξυρημένον τὸ γένειον, ἄζωστον, ἀσίδηρον, ἤδη στωμύλον, αὐτῶν τῶν Ἀττικῶν ἕνα τῶν αὐτοχθόνων· (Lucian, Scytha 7:2)

    (루키아노스, Scytha 7:2)

  • ἀλλὰ κἀκεῖνος μὲν ἦν χωλὸς προσαιτῶν στωμύλος δεινὸς λέγειν. (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, iambics 2:26)

    (아리스토파네스, Acharnians, Lyric-Scene, iambics 2:26)

  • Καὶ μὴν οὐ πάνυ καλός, ὦ Σάμιππε, ὁ μειρακίσκος ἔδοξέ μοι, ὡς ἂν καὶ Ἀδείμαντον ἐκπλῆξαι, ᾧ τοσοῦτοι Ἀθήνησι καλοὶ ἕπονται, πάντες ἐλεύθεροι, στωμύλοι τὸ φθέγμα, παλαίστρας ἀποπνέοντες, οἷς καὶ παραδακρῦσαι οὐκ ἀγεννές: (Lucian, 4:5)

    (루키아노스, 4:5)

  • ὦ Παιάν, ἦ στωμύλος ἦσθα Κομάτα. (Theocritus, Idylls, 71)

    (테오크리토스, Idylls, 71)

  • οἰκίας μὲν γὰρ ἦν καὶ γένους πρώτου, κατὰ δὲ τὴν ἰδίαν φύσιν στωμύλος καὶ λάλος καὶ πέρπερος διαφερόντως. (Polybius, Histories, book 39, a. olymp. 158, 3. i. res graeciae 2:1)

    (폴리비오스, Histories, book 39, a. olymp. 158, 3. i. res graeciae 2:1)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION