Ancient Greek-English Dictionary Language

στρογγύλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρογγύλος

Structure: στρογγυλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stra/ggw

Sense

  1. spherical, round
  2. (of words, expressions) well-rounded, neat, pithy, terse

Examples

  • μετ’ ὀλίγον δὲ πολλαὶ νῆσοι ἐφαίνοντο, πλησίον μὲν ἐξ ἀριστερῶν ἡ Φελλώ, ἐσ ἣν ἐκεῖνοι ἔσπευδον, πόλισ ἐπὶ μεγάλου καὶ στρογγύλου φελλοῦ κατοικουμένη· (Lucian, Verae Historiae, book 2 4:6)
  • οὔτε γὰρ στρογγύλου οὔτε εὐθέοσ μετέχει. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 213:9)
  • καὶ σχήματοσ δή τινοσ, ὡσ ἐοίκε, τοιοῦτον ὂν μετέχοι ἂν τὸ ἕν, ἤτοι εὐθέοσ ἢ στρογγύλου ἤ τινοσ μεικτοῦ ἐξ ἀμφοῖν. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 271:4)
  • πρὸσ τοῦτο τὸ κριτήριον τῶν φαινομένων οἱ δογματικοί φασιν ὅτι ὅτ’ ἀπὸ τῶν αὐτῶν διάφοροι προσπίπτουσι φαντασίαι, ὡσ ἀπὸ τοῦ πύργου ἢ στρογγύλου ἢ τετραγώνου, ὁ σκεπτικὸσ εἰ μὲν οὐδετέραν προκρινεῖ, ἀπρακτήσει· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 47:1)

Synonyms

  1. spherical

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION