Ancient Greek-English Dictionary Language

στρογγύλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρογγύλος

Structure: στρογγυλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stra/ggw

Sense

  1. spherical, round
  2. (of words, expressions) well-rounded, neat, pithy, terse

Examples

  • "διατέτακται παρὰ Δελφοῖσ τῇ θυσίᾳ τῶν Θεοξενίων, ὃσ ἂν κομίσῃ γηθυλλίδα μεγίστην τῇ Λητοῖ, λαμβάνειν μοῖραν ἀπὸ τῆσ τραπέζησ, ἑώρακα δὲ καὶ αὐτὸσ οὐκ ἐλάττω γηθυλλίδα γογγυλίδοσ καὶ τῆσ στρογγύλησ ῥαφανῖδοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 13 2:5)
  • Ἀγρίππασ μὲν οὖν ἀπὸ Στρογγύλησ εἰσ Ιἑρὰν διέπλει καὶ τῶν Πομπηίου φρουρῶν αὐτὸν οὐχ ὑποστάντων εἷλε τὴν Ιἑρὰν καὶ τῆσ ἐπιούσησ ἔμελλεν ἐπιχειρήσειν ἐσ Μύλασ Δημοχάρει τῷ Πομπηίου, τεσσαράκοντα ναῦσ ἔχοντι· (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 11 9:4)
  • ἑκκαίδεκα δ’ ἐκ τῆσ Στρογγύλησ. (Strabo, Geography, Book 6, chapter 2 22:14)

Synonyms

  1. spherical

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION