Ancient Greek-English Dictionary Language

στρογγύλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρογγύλος

Structure: στρογγυλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stra/ggw

Sense

  1. spherical, round
  2. (of words, expressions) well-rounded, neat, pithy, terse

Examples

  • καὶ ἐποίησε τὴν θάλασσαν χυτήν, δέκα πήχεων τὴν διαμέτρησιν, στρογγύλην κυκλόθεν, καὶ πέντε πήχεων τὸ ὕψοσ καὶ τὸ κύκλωμα τριάκοντα πήχεων. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 4:2)
  • καὶ ἀπὸ τοῦδε τοῦ συνασπισμοῦ τὴν χελώνην Ῥωμαῖοι ποιοῦνται, τὸ πολὺ μὲν τετράγωνον, ἔστι δὲ ὅπου καὶ στρογγύλην ἢ ἑτερομήκη ἢ ὅπωσ ἂν προχωρῇ. (Arrian, chapter 11 6:1)
  • καλεῖσθαι δὲ ὑπό τινων τὴν Λειοθασίαν Θρᾳκίαν γλυκυτάτην δὲ εἶναι τὴν Βοιωτίαν καὶ τῷ σχήματι στρογγύλην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 48 2:7)
  • διώκει δ’ ἐκ παντὸσ τρόπου τὴν περίοδον οὐδὲ ταύτην στρογγύλην καὶ πυκνὴν ἀλλ’ ὑπαγωγικήν τινα καὶ πλατεῖαν καὶ πολλοὺσ ἀγκῶνασ, ὥσπερ οἱ μὴ κατ’ εὐθείασ ῥέοντεσ ποταμοὶ ποιοῦσιν, ἐγκολπιζομένην. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 4 2:1)
  • Διονύσιοσ δ’ ὁ Θρᾲξ τὴν στρογγύλην, τὴν ἀμφιθέουσαν κυκλοτερεῖ τῷ σχήματι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 103 2:2)

Synonyms

  1. spherical

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION