헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στίλβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στίλβω

형태분석: στίλβ (어간) + ω (인칭어미)

어원: chiefly in pres. and imperf.

  1. 반짝이다, 빛나다, 번쩍이다, 비치다, 찬란하다
  1. to glisten, to flash, to shine, be bright

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στίλβω

(나는) 반짝인다

στίλβεις

(너는) 반짝인다

στίλβει

(그는) 반짝인다

쌍수 στίλβετον

(너희 둘은) 반짝인다

στίλβετον

(그 둘은) 반짝인다

복수 στίλβομεν

(우리는) 반짝인다

στίλβετε

(너희는) 반짝인다

στίλβουσιν*

(그들은) 반짝인다

접속법단수 στίλβω

(나는) 반짝이자

στίλβῃς

(너는) 반짝이자

στίλβῃ

(그는) 반짝이자

쌍수 στίλβητον

(너희 둘은) 반짝이자

στίλβητον

(그 둘은) 반짝이자

복수 στίλβωμεν

(우리는) 반짝이자

στίλβητε

(너희는) 반짝이자

στίλβωσιν*

(그들은) 반짝이자

기원법단수 στίλβοιμι

(나는) 반짝이기를 (바라다)

στίλβοις

(너는) 반짝이기를 (바라다)

στίλβοι

(그는) 반짝이기를 (바라다)

쌍수 στίλβοιτον

(너희 둘은) 반짝이기를 (바라다)

στιλβοίτην

(그 둘은) 반짝이기를 (바라다)

복수 στίλβοιμεν

(우리는) 반짝이기를 (바라다)

στίλβοιτε

(너희는) 반짝이기를 (바라다)

στίλβοιεν

(그들은) 반짝이기를 (바라다)

명령법단수 στίλβε

(너는) 반짝여라

στιλβέτω

(그는) 반짝여라

쌍수 στίλβετον

(너희 둘은) 반짝여라

στιλβέτων

(그 둘은) 반짝여라

복수 στίλβετε

(너희는) 반짝여라

στιλβόντων, στιλβέτωσαν

(그들은) 반짝여라

부정사 στίλβειν

반짝이는 것

분사 남성여성중성
στιλβων

στιλβοντος

στιλβουσα

στιλβουσης

στιλβον

στιλβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στίλβομαι

(나는) 반짝여진다

στίλβει, στίλβῃ

(너는) 반짝여진다

στίλβεται

(그는) 반짝여진다

쌍수 στίλβεσθον

(너희 둘은) 반짝여진다

στίλβεσθον

(그 둘은) 반짝여진다

복수 στιλβόμεθα

(우리는) 반짝여진다

στίλβεσθε

(너희는) 반짝여진다

στίλβονται

(그들은) 반짝여진다

접속법단수 στίλβωμαι

(나는) 반짝여지자

στίλβῃ

(너는) 반짝여지자

στίλβηται

(그는) 반짝여지자

쌍수 στίλβησθον

(너희 둘은) 반짝여지자

στίλβησθον

(그 둘은) 반짝여지자

복수 στιλβώμεθα

(우리는) 반짝여지자

στίλβησθε

(너희는) 반짝여지자

στίλβωνται

(그들은) 반짝여지자

기원법단수 στιλβοίμην

(나는) 반짝여지기를 (바라다)

στίλβοιο

(너는) 반짝여지기를 (바라다)

στίλβοιτο

(그는) 반짝여지기를 (바라다)

쌍수 στίλβοισθον

(너희 둘은) 반짝여지기를 (바라다)

στιλβοίσθην

(그 둘은) 반짝여지기를 (바라다)

복수 στιλβοίμεθα

(우리는) 반짝여지기를 (바라다)

στίλβοισθε

(너희는) 반짝여지기를 (바라다)

στίλβοιντο

(그들은) 반짝여지기를 (바라다)

명령법단수 στίλβου

(너는) 반짝여져라

στιλβέσθω

(그는) 반짝여져라

쌍수 στίλβεσθον

(너희 둘은) 반짝여져라

στιλβέσθων

(그 둘은) 반짝여져라

복수 στίλβεσθε

(너희는) 반짝여져라

στιλβέσθων, στιλβέσθωσαν

(그들은) 반짝여져라

부정사 στίλβεσθαι

반짝여지는 것

분사 남성여성중성
στιλβομενος

στιλβομενου

στιλβομενη

στιλβομενης

στιλβομενον

στιλβομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στιλβον

(나는) 반짝이고 있었다

έ̓στιλβες

(너는) 반짝이고 있었다

έ̓στιλβεν*

(그는) 반짝이고 있었다

쌍수 ἐστίλβετον

(너희 둘은) 반짝이고 있었다

ἐστιλβέτην

(그 둘은) 반짝이고 있었다

복수 ἐστίλβομεν

(우리는) 반짝이고 있었다

ἐστίλβετε

(너희는) 반짝이고 있었다

έ̓στιλβον

(그들은) 반짝이고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστιλβόμην

(나는) 반짝여지고 있었다

ἐστίλβου

(너는) 반짝여지고 있었다

ἐστίλβετο

(그는) 반짝여지고 있었다

쌍수 ἐστίλβεσθον

(너희 둘은) 반짝여지고 있었다

ἐστιλβέσθην

(그 둘은) 반짝여지고 있었다

복수 ἐστιλβόμεθα

(우리는) 반짝여지고 있었다

ἐστίλβεσθε

(너희는) 반짝여지고 있었다

ἐστίλβοντο

(그들은) 반짝여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐρέβουσ δ’ ἐν ἀπείροσι κόλποισ τίκτει πρώτιστον ὑπηνέμιον Νὺξ ἡ μελανόπτεροσ ᾠόν, ἐξ οὖ περιτελλομέναισ ὡρ́αισ ἔβλαστεν Ἔρωσ ὁ ποθεινόσ, στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, εἰκὼσ ἀνεμώκεσι δίναισ. (Aristophanes, Birds, Parabasis, parabasis4)

    (아리스토파네스, Birds, Parabasis, parabasis4)

  • "τὸ κακόηθεσ ἐξουσίαν προάγεται δι’ ὑμῶν ὥστε περὶ στρατηγίασ καὶ θριάμβου τολμᾷ λέγειν ἄνθρωποσ ἄτρωτοσ καὶ τῷ σώματι στίλβων ὑπὸ λειότητοσ καὶ σκιατραφίασ πρὸσ ἡμᾶσ τοὺσ τοσούτοισ τραύμασι πεπαιδευμένουσ ἀρετὰσ καὶ κακίασ κρίνειν στρατηγῶν. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 31 5:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 31 5:1)

  • "οὕτωσ εἷσ Ἔρωσ ὁ γνήσιοσ ὁ παιδικόσ ἐστιν, οὐ πόθῳ στίλβων, ὡσ ἔφη τὸν παρθένιον Ἀνακρέων, οὐδὲ μύρων ἀνάπλεωσ καὶ γεγανωμένοσ, ἀλλὰ λιτὸν αὐτὸν ὄψει καὶ ἄθρυπτον ἐν σχολαῖσ φιλοσόφοισ ἤ που περὶ γυμνάσια καὶ παλαίστρασ περὶ θήραν νέων ὀξὺ μάλα καὶ γενναῖον ἐγκελευόμενον πρὸσ ἀρετὴν τοῖσ ἀξίοισ ἐπιμελείασ. (Plutarch, Amatorius, section 4 2:14)

    (플루타르코스, Amatorius, section 4 2:14)

  • ἕζετ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσησ, κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων· (Homer, Odyssey, Book 6 21:5)

    (호메로스, 오디세이아, Book 6 21:5)

  • στίλβων γὰρ περιήρχετο καὶ κατ’ αὐτὸ τὸ σῶμα ἐπέστρεφε τοὺσ πολλούσ. (Epictetus, Works, book 3, 88:3)

    (에픽테토스, Works, book 3, 88:3)

유의어

  1. 반짝이다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION