- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στενότης?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: stenotēs 고전 발음: [떼노떼:] 신약 발음: [때노떼]

기본형: στενότης στενότες

형태분석: στενοτη (어간) + ς (어미)

어원: στένος

  1. narrowness, straitness

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 στενότης

(이)가

στένοτες

(것)가

속격 στενότους

(이)의

στενότους

(것)의

여격 στενότει

(이)에게

στενότει

(것)에게

대격 στενότη

(이)를

στένοτες

(것)를

호격 στενότες

(이)야

στένοτες

(것)야

쌍수주/대/호 στενότει

(이)들이

στενότει

(것)들이

속/여 στενότοιν

(이)들의

στενότοιν

(것)들의

복수주격 στενότεις

(이)들이

στενότη

(것)들이

속격 στενότων

(이)들의

στενότων

(것)들의

여격 στενότεσι(ν)

(이)들에게

στενότεσι(ν)

(것)들에게

대격 στενότεις

(이)들을

στενότη

(것)들을

호격 στενότεις

(이)들아

στενότη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὴν μάχην χαλεπὴν ἐποίει καὶ δύσεργον ἡ στενότης τῶν θυρῶν καὶ κείμενος ἐμποδὼν ἤδη νεκρὸς ὁ Κηφισόδωρος. (Plutarch, Pelopidas, chapter 11 5:1)

    (플루타르코스, Pelopidas, chapter 11 5:1)

  • εἰ δέ γ ἡ στενότης τοῦ πόρου τῆς γαστρὸς αἰτία τοῦ μένειν ἐπὶ πλέον ἦν τοῖς ἀτρίπτοις σιτίοις, οὐδὲν ἂν τούτων ποτὲ διεχώρησεν. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 411)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 411)

  • ἡ γὰρ στενότης ἡ τοῦ χωρίου καὶ τὸ φύσει δυσέξοδον αὐτοῦ καὶ κλύδων ἐπιπεσὼν καὶ τὸ πνεῦμα, ὑπὸ τῶν περικειμένων ὀρῶν ἐς θυέλλας περικλώμενον, καὶ ὁ τοῦ βυθοῦ σπασμὸς ἐπὶ πάντα εἱλούμενος οὔτε μένειν οὔτε φεύγειν ἐπέτρεπε: (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 10 3:6)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 5, chapter 10 3:6)

유의어

  1. narrowness

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION