헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στάχῡς

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στάχῡς στάχυος

형태분석: σταχῡ (어간) + ς (어미)

  1. 이삭
  2. 자손, 후계자, 후예
  1. An ear of grain
  2. scion, progeny
  3. Spica, a star in the constellation Virgo
  4. lower part of the abdomen
  5. base horehound, Stachys germanica
  6. surgical bandage
  7. shibboleth

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στάχῡς

이삭이

στάχυε

이삭들이

στάχυες

이삭들이

속격 στάχυος

이삭의

σταχύοιν

이삭들의

σταχύων

이삭들의

여격 στάχυϊ

이삭에게

σταχύοιν

이삭들에게

στάχυσιν*

이삭들에게

대격 στάχυν

이삭을

στάχυε

이삭들을

στάχυας

이삭들을

호격 στάχῡ

이삭아

στάχυε

이삭들아

στάχυες

이삭들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔσται ὃν τρόπον ἐάν τισ συναγάγῃ ἀμητὸν ἑστηκότα καὶ σπέρμα σταχύων ἐν τῷ βραχίονι αὐτοῦ ἀμήσῃ, καὶ ἔσται ὃν τρόπον ἐάν τισ συναγάγῃ στάχυν ἐν φάραγγι στερεᾷ (Septuagint, Liber Isaiae 17:5)

    (70인역 성경, 이사야서 17:5)

  • τοιαῦτα πολὺ μαντικώτεροι ὑμῶν οἱ γεωργοί, καὶ ἄριστα μαντεύσαιντ̓ ἂν ἡμῖν περὶ αὐτῶν, ὅτι ὕσαντοσ μὲν τοῦ θεοῦ εὐθαλῆ ἔσται τὰ δράγματα, ἢν δὲ αὐχμὸσ ἐπιλάβῃ καὶ διψήσωσιν αἱ ἄρουραι, οὐδεμία μηχανὴ μὴ οὐχὶ λιμὸν ἐπακολουθῆσαι τῷ δίψει αὐτῶν, καὶ ὅτι οὐ μεσοῦντοσ θέρουσ χρὴ ἀροῦν, ἢ οὐκ ἄν τι ὄφελοσ γένοιτο εἰκῆ ἐκχυθέντων τῶν σπερμάτων, οὐδὲ ἀμᾶν ἔτι χλωρὸν τὸν στάχυν, ἢ κενὸν εὑρεθήσεσθαι τὸν καρπόν. (Lucian, 12:1)

    (루키아노스, 12:1)

  • πῶσ οὖν ἔτ’ ἂν γένοιτ’ ἂν ἰσχυρὰ πόλισ, ὅταν τισ ὡσ λειμῶνοσ ἠρινοῦ στάχυν τόλμασ ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέουσ; (Euripides, Suppliants, episode 2:13)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 2:13)

  • οὔκουν δεινόν, εἰ γῆ μὲν κακὴ τυχοῦσα καιροῦ θεόθεν εὖ στάχυν φέρει, χρηστὴ δ’ ἁμαρτοῦσ’ ὧν χρεὼν αὐτὴν τυχεῖν κακὸν δίδωσι καρπόν, ἀνθρώποισ δ’ ἀεὶ ὁ μὲν πονηρὸσ οὐδὲν ἄλλο πλὴν κακόσ, ὁ δ’ ἐσθλὸσ ἐσθλόσ, οὐδὲ συμφορᾶσ ὕπο φύσιν διέφθειρ’, ἀλλὰ χρηστόσ ἐστ’ ἀεί; (Euripides, Hecuba, episode 5:5)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 5:5)

  • ὦ ξέν’, οὐκ αἰδῇ θεοὺσ Κάδμον τε τὸν σπείραντα γηγενῆ στάχυν, Ἐχίονοσ δ’ ὢν παῖσ καταισχύνεισ γένοσ; (Euripides, episode 6:6)

    (에우리피데스, episode 6:6)

유의어

  1. 이삭

  2. 자손

  3. lower part of the abdomen

  4. surgical bandage

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION