헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φολίς

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φολίς φολίδος

형태분석: φολιδ (어간) + ς (어미)

  1. 붕대, 지혈대
  1. (of reptiles) horny scale (opposed to λεπίς ‎(lepís), used of fish’s scales)
  2. spot on a panther’s or leopard’s skin
  3. (in the phrase φολὶς λιθοκόλλητος) a ceiling in mosaic work
  4. a bandage

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ^ ἡ γαστὴρ δὲ ὠχύρωται καὶ αὐτῇ ^ καὶ θώρακι ἐοίκεν ζώνασ πλατείασ καὶ φολίδασ ἔχουσα. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 3:3)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 3:3)

  • ἑτέρων δὲ φολίδασ τινὰσ διατρεχούσασ ἢ μώλωπασ ἀραιούσ· (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 23:2)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 22 23:2)

  • Γῆ δὲ περὶ Τιτάνων ἀγανακτοῦσα γεννᾷ Γίγαντασ ἐξ Οὐρανοῦ, μεγέθει μὲν σωμάτων ἀνυπερβλήτουσ, δυνάμει δὲ ἀκαταγωνίστουσ, οἳ φοβεροὶ μὲν ταῖσ ὄψεσι κατεφαίνοντο, καθειμένοι βαθεῖαν κόμην ἐκ κεφαλῆσ καὶ γενείων, εἶχον δὲ τὰσ βάσεισ φολίδασ δρακόντων. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 6 1:2)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 1, chapter 6 1:2)

  • μετὰ δὲ ταῦτα παρέστησαν τὴν τοῦτο κομιοῦσαν ἁρμάμαξαν, ἧσ κατεσκεύαστο κατὰ μὲν τὴν κορυφὴν καμάρα χρυσῆ, ἔχουσα φολίδα λιθοκόλλητον, ἧσ ἦν τὸ μὲν πλάτοσ ὀκτὼ πηχῶν, τὸ δὲ μῆκοσ δώδεκα, ὑπὸ δὲ τὴν ὑπωροφίαν παρ’ ὅλον τὸ ἔργον θριγκὸσ χρυσοῦσ, τῷ σχήματι τετράγωνοσ, ἔχων τραγελάφων προτομὰσ ἐκτύπουσ, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι χρυσοῖ διπάλαιστοι, δι’ ὧν κατακεκρέμαστο στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῖσ διαπρεπῶσ κατηνθισμένον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 5:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 5:1)

  • ἔχοντεσ ἐξηρτυμένα πάντα τὰ πρὸσ τὴν χρείαν, ὡσ δ’ ἐπλησίαζον, ἀεὶ μᾶλλον ἐξεπλήττοντο τῷ δέει, θεωροῦντεσ ὄμμα πυρωπὸν καὶ λιχμωμένην πάντῃ τὴν γλῶτταν, ἔτι δὲ τῇ τραχύτητι τῶν φολίδων ἐν τῇ διὰ τῆσ ὕλησ πορείᾳ καὶ παρατρίψει ψόφον ἐξαίσιον κατασκευάζοντα, τὸ μέγεθόσ τε τῶν ὀδόντων ὑπερφυὲσ καὶ στόματοσ ἀγρίαν πρόσοψιν καὶ κυκλώματοσ ἀνάστημα παράδοξον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 36 6:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 36 6:1)

유의어

  1. spot on a panther’s or leopard’s skin

  2. 붕대

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION