σκώληξ?
명사;
자동번역
로마알파벳 전사: skōlēx
고전 발음: [스꼴:렉:스]
신약 발음: [스꼴렉스]
기본형:
σκώληξ
어원: (어원이 불명확함.)
- καὶ κατελίποσαν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ, καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς Μωυσῆς. καὶ οὐκ ἐπώζεσεν, οὐδὲ σκώληξ ἐγένετο ἐν αὐτῷ. (Septuagint, Liber Exodus 16:24)
(70인역 성경, 탈출기 16:24)
- ἀμπελῶνα φυτεύσεις καὶ κατεργᾷ, καὶ οἶνον οὐ πίεσαι, οὐδὲ εὐφρανθήσῃ ἐξ αὐτοῦ, ὅτι καταφάγεται αὐτὰ ὁ σκώληξ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:39)
(70인역 성경, 신명기 28:39)
- ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ. (Septuagint, Liber Psalmorum 21:7)
(70인역 성경, 시편 21:7)
- ἔα δέ, ἄνθρωπος σαπρία καὶ υἱὸς ἀνθρώπου σκώληξ. (Septuagint, Liber Iob 25:6)
(70인역 성경, 욥기 25:6)
- γυνὴ ἀνδρεία στέφανος τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς. ὥσπερ δὲ ἐν ξύλῳ σκώληξ, οὕτως ἄνδρα ἀπόλλυσι γυνὴ κακοποιός. (Septuagint, Liber Proverbiorum 12:4)
(70인역 성경, 잠언 12:4)