- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκώληξ?

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: skōlēx 고전 발음: [꼴:렉:] 신약 발음: [꼴렉]

기본형: σκώληξ

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 지렁이, 벌레
  1. worm

예문

  • καὶ κατελίποσαν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ, καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς Μωυσῆς. καὶ οὐκ ἐπώζεσεν, οὐδὲ σκώληξ ἐγένετο ἐν αὐτῷ. (Septuagint, Liber Exodus 16:24)

    (70인역 성경, 탈출기 16:24)

  • ἀμπελῶνα φυτεύσεις καὶ κατεργᾷ, καὶ οἶνον οὐ πίεσαι, οὐδὲ εὐφρανθήσῃ ἐξ αὐτοῦ, ὅτι καταφάγεται αὐτὰ ὁ σκώληξ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:39)

    (70인역 성경, 신명기 28:39)

  • ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ. (Septuagint, Liber Psalmorum 21:7)

    (70인역 성경, 시편 21:7)

  • ἔα δέ, ἄνθρωπος σαπρία καὶ υἱὸς ἀνθρώπου σκώληξ. (Septuagint, Liber Iob 25:6)

    (70인역 성경, 욥기 25:6)

  • γυνὴ ἀνδρεία στέφανος τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς. ὥσπερ δὲ ἐν ξύλῳ σκώληξ, οὕτως ἄνδρα ἀπόλλυσι γυνὴ κακοποιός. (Septuagint, Liber Proverbiorum 12:4)

    (70인역 성경, 잠언 12:4)

유의어

  1. 지렁이

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION