헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκληρότης

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκληρότης σκληρότητος

형태분석: σκληροτητ (어간) + ς (어미)

어원: from sklhro/s

  1. 견고, 단단함, 딱딱함
  2. 고집, 완고
  3. 엄격, 신랄함, 시끄러운 소리
  1. hardness, rigidity
  2. stubbornness
  3. harshness, austerity

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκληρότης

견고가

σκληρότητε

견고들이

σκληρότητες

견고들이

속격 σκληρότητος

견고의

σκληροτήτοιν

견고들의

σκληροτήτων

견고들의

여격 σκληρότητι

견고에게

σκληροτήτοιν

견고들에게

σκληρότησιν*

견고들에게

대격 σκληρότητα

견고를

σκληρότητε

견고들을

σκληρότητας

견고들을

호격 σκληρότη

견고야

σκληρότητε

견고들아

σκληρότητες

견고들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ νεῦρα δυσκαμπῆ καὶ γλῶτταν ἄναυδον ἀκινησίᾳ καὶ σκληρότητι τὸ ἄγαν ψῦχοσ, ἐκπηγνύον τὰ καὶ μαλακὰ τοῦ σώματοσ. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 18 4:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 18 4:1)

  • τῶν δὲ Τυρρηνῶν διαπεπλασμένον τὸ τέθριππον ἐμβαλόντων εἰσ κάμινον, οὐκ ἔπαθεν ἃ προσήκει πάσχειν πηλὸν ἐν πυρί, πυκνοῦσθαι καὶ συνιζάνειν, ἐκτηκομένησ τῆσ ὑγρότητοσ, ἀλλ’ ἐξέστη καὶ ᾤδησε καὶ μέγεθοσ ἔσχεν ἅμα ῥώμῃ καὶ σκληρότητι τοσοῦτον ὥστε μόλισ ἐξαιρεθῆναι τὴν ὀροφὴν ἀπ σκευασα μὲν ων τῆσ καμίνου καὶ τῶν τοίχων περιαιρεθέντων. (Plutarch, Publicola, chapter 13 2:1)

    (플루타르코스, Publicola, chapter 13 2:1)

  • ἀχθομένουσ γάρ τινασ τῇ σκληρότητι τῆσ νομοθεσίασ καὶ διαστάντασ ἀπὸ τῶν ἑτέρων οἴχεσθαι τὸ παράπαν ἐκ τῆσ πόλεωσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 49 6:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 49 6:2)

  • τὰ δὲ τοῖσ τῶν αἰσθητῶν πάθεσιν οἱο͂ν σκληρότητι καὶ μαλακότητι, καὶ πυκνότητι καὶ ἀραιότητι, καὶ ξηρότητι καὶ ὑγρότητι, καὶ τὰ μὲν ἐνίοισ τούτων τὰ δὲ πᾶσι τούτοισ, καὶ ὅλωσ τὰ μὲν ὑπεροχῇ τὰ δὲ ἐλλείψει. (Aristotle, Metaphysics, Book 8 19:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 8 19:1)

  • οἶμαι γὰρ τοιόνδε τι λέγειν αὐτούσ, ἀρχομένουσ ποθὲν ἄνωθεν, ὡσ εἰ βουληθεῖμεν ὁτουοῦν εἴδουσ τὴν φύσιν ἰδεῖν, οἱο͂ν τὴν τοῦ σκληροῦ, πότερον εἰσ τὰ σκληρότατα ἀποβλέποντεσ οὕτωσ ἂν μᾶλλον συννοήσαιμεν ἢ πρὸσ τὰ πολλοστὰ σκληρότητι; (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 203:5)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 203:5)

유의어

  1. 견고

  2. 고집

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION