헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκέπτομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκέπτομαι σκέψομαι ἐσκεψάμην σκέμμαι

형태분석: σκέπτ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: in Att. skopw= or skopou=mai are used in the present

  1. 조사하다, 검사하다, 보다
  2. 고려하다, 조사하다, 생각하다, 검사하다
  3. 생각하다, 판단하다, 가정하다
  4. 준비하다, 마련하다, 미리 계획하다
  1. I look at, examine
  2. I examine, consider, think
  3. (rarely) I think, deem
  4. I prepare, premeditate

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκέπτομαι

(나는) 조사한다

σκέπτει, σκέπτῃ

(너는) 조사한다

σκέπτεται

(그는) 조사한다

쌍수 σκέπτεσθον

(너희 둘은) 조사한다

σκέπτεσθον

(그 둘은) 조사한다

복수 σκεπτόμεθα

(우리는) 조사한다

σκέπτεσθε

(너희는) 조사한다

σκέπτονται

(그들은) 조사한다

접속법단수 σκέπτωμαι

(나는) 조사하자

σκέπτῃ

(너는) 조사하자

σκέπτηται

(그는) 조사하자

쌍수 σκέπτησθον

(너희 둘은) 조사하자

σκέπτησθον

(그 둘은) 조사하자

복수 σκεπτώμεθα

(우리는) 조사하자

σκέπτησθε

(너희는) 조사하자

σκέπτωνται

(그들은) 조사하자

기원법단수 σκεπτοίμην

(나는) 조사하기를 (바라다)

σκέπτοιο

(너는) 조사하기를 (바라다)

σκέπτοιτο

(그는) 조사하기를 (바라다)

쌍수 σκέπτοισθον

(너희 둘은) 조사하기를 (바라다)

σκεπτοίσθην

(그 둘은) 조사하기를 (바라다)

복수 σκεπτοίμεθα

(우리는) 조사하기를 (바라다)

σκέπτοισθε

(너희는) 조사하기를 (바라다)

σκέπτοιντο

(그들은) 조사하기를 (바라다)

명령법단수 σκέπτου

(너는) 조사해라

σκεπτέσθω

(그는) 조사해라

쌍수 σκέπτεσθον

(너희 둘은) 조사해라

σκεπτέσθων

(그 둘은) 조사해라

복수 σκέπτεσθε

(너희는) 조사해라

σκεπτέσθων, σκεπτέσθωσαν

(그들은) 조사해라

부정사 σκέπτεσθαι

조사하는 것

분사 남성여성중성
σκεπτομενος

σκεπτομενου

σκεπτομενη

σκεπτομενης

σκεπτομενον

σκεπτομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκέψομαι

(나는) 조사하겠다

σκέψει, σκέψῃ

(너는) 조사하겠다

σκέψεται

(그는) 조사하겠다

쌍수 σκέψεσθον

(너희 둘은) 조사하겠다

σκέψεσθον

(그 둘은) 조사하겠다

복수 σκεψόμεθα

(우리는) 조사하겠다

σκέψεσθε

(너희는) 조사하겠다

σκέψονται

(그들은) 조사하겠다

기원법단수 σκεψοίμην

(나는) 조사하겠기를 (바라다)

σκέψοιο

(너는) 조사하겠기를 (바라다)

σκέψοιτο

(그는) 조사하겠기를 (바라다)

쌍수 σκέψοισθον

(너희 둘은) 조사하겠기를 (바라다)

σκεψοίσθην

(그 둘은) 조사하겠기를 (바라다)

복수 σκεψοίμεθα

(우리는) 조사하겠기를 (바라다)

σκέψοισθε

(너희는) 조사하겠기를 (바라다)

σκέψοιντο

(그들은) 조사하겠기를 (바라다)

부정사 σκέψεσθαι

조사할 것

분사 남성여성중성
σκεψομενος

σκεψομενου

σκεψομενη

σκεψομενης

σκεψομενον

σκεψομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκεπτόμην

(나는) 조사하고 있었다

ἐσκέπτου

(너는) 조사하고 있었다

ἐσκέπτετο

(그는) 조사하고 있었다

쌍수 ἐσκέπτεσθον

(너희 둘은) 조사하고 있었다

ἐσκεπτέσθην

(그 둘은) 조사하고 있었다

복수 ἐσκεπτόμεθα

(우리는) 조사하고 있었다

ἐσκέπτεσθε

(너희는) 조사하고 있었다

ἐσκέπτοντο

(그들은) 조사하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκεψάμην

(나는) 조사했다

ἐσκέψω

(너는) 조사했다

ἐσκέψατο

(그는) 조사했다

쌍수 ἐσκέψασθον

(너희 둘은) 조사했다

ἐσκεψάσθην

(그 둘은) 조사했다

복수 ἐσκεψάμεθα

(우리는) 조사했다

ἐσκέψασθε

(너희는) 조사했다

ἐσκέψαντο

(그들은) 조사했다

접속법단수 σκέψωμαι

(나는) 조사했자

σκέψῃ

(너는) 조사했자

σκέψηται

(그는) 조사했자

쌍수 σκέψησθον

(너희 둘은) 조사했자

σκέψησθον

(그 둘은) 조사했자

복수 σκεψώμεθα

(우리는) 조사했자

σκέψησθε

(너희는) 조사했자

σκέψωνται

(그들은) 조사했자

기원법단수 σκεψαίμην

(나는) 조사했기를 (바라다)

σκέψαιο

(너는) 조사했기를 (바라다)

σκέψαιτο

(그는) 조사했기를 (바라다)

쌍수 σκέψαισθον

(너희 둘은) 조사했기를 (바라다)

σκεψαίσθην

(그 둘은) 조사했기를 (바라다)

복수 σκεψαίμεθα

(우리는) 조사했기를 (바라다)

σκέψαισθε

(너희는) 조사했기를 (바라다)

σκέψαιντο

(그들은) 조사했기를 (바라다)

명령법단수 σκέψαι

(너는) 조사했어라

σκεψάσθω

(그는) 조사했어라

쌍수 σκέψασθον

(너희 둘은) 조사했어라

σκεψάσθων

(그 둘은) 조사했어라

복수 σκέψασθε

(너희는) 조사했어라

σκεψάσθων

(그들은) 조사했어라

부정사 σκέψεσθαι

조사했는 것

분사 남성여성중성
σκεψαμενος

σκεψαμενου

σκεψαμενη

σκεψαμενης

σκεψαμενον

σκεψαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δἰ ὧν φάοσ τε αὐτοῖσιν ἐσέρχεται καὶ τὰ θηρία προσάγοντα καὶ ἐσελαύνοντα ἐσ τὸ ἑρ́κοσ σκέπτονται. (Arrian, Indica, chapter 13 4:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 13 4:1)

  • κεῖνο δὲ δὴ σκέπτοιο, τό κεν καὶ ἰουλίδα μάργον πολλὸν ἀποτροπόῳτο καὶ ἰοβόλον σκολόπενδραν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 70 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 70 1:4)

  • ἐν δέ τινι τῶν Πασιφῶντοσ διαλόγων γέγραπται ὅτι καθ’ ἡμέραν ἔθυε τοῖσ θεοῖσ, καὶ μάντιν ἔχων ἐπὶ τῆσ οἰκίασ προσεποιεῖτο μὲν ἀεὶ σκέπτεσθαι περὶ τῶν δημοσίων, τὰ δὲ πλεῖστα περὶ τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα περὶ τῶν ἀργυρείων μετάλλων· (Plutarch, , chapter 4 2:1)

    (플루타르코스, , chapter 4 2:1)

  • Εἰ δέ τισ σκέπτοιτο τὴν τῶν καμνόντων δίαιταν πρὸσ τὴν τῶν ὑγιαινόντων, εὑρ́οι ἂν τὴν τῶν θηρίων τε καὶ τῶν ἄλλων ζῳών οὐ βλαβερωτέρην πρὸσ τὴν τῶν ὑγιαινόντων. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , viii.1)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , viii.1)

  • "σκέπτομαι γάρ , εἴ τι δύναμαι περιελεῖν ὧν μέλλω λέγειν πρὸσ Ἀθηναίουσ. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 22)

    (플루타르코스, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 22)

  • "σκέπτομαι γάρ εἴ τι δύναμαι περιελεῖν ὧν μέλλω λέγειν πρὸσ Ἀθηναίουσ. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 22)

    (플루타르코스, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 22)

유의어

  1. 조사하다

  2. 고려하다

  3. 생각하다

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION