ῥέθος
3군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ῥέθος
ῥέθεος
형태분석:
ῥεθο
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 몸체, 몸, 육체, 시체
- 얼굴, 낯, 용모
- a limb, the limbs, body
- the face, countenance
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- αὐτὸν δ’ ἂν πύματόν με κύνεσ πρώτῃσι θύρῃσι ὠμησταὶ ἐρύωσιν, ἐπεὶ κέ τισ ὀξέι χαλκῷ τύψασἠὲ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 24 5:2)
(플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 24 5:2)
- ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Αἰ̈δόσδε βεβήκει, ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ1’ ἁδρότητα καὶ ἥβην καί μή μ’ ἀπολέσῃσ ἀώρον· (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 2 26:1)
(플루타르코스, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 2 26:1)
- Οἱ δ’ ἐπεὶ οὖν ἱμᾶσι διασταδὸν ἠρτύναντο, αὐτίκ’ ἀνασχόμενοι ῥεθέων προπάροιθε βαρείασ χεῖρασ, ἐπ’ ἀλλήλοισι μένοσ φέρον ἀντιόωντεσ. (Apollodorus, Argonautica, book 2 2:10)
(아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 2:10)
- ὁππόταν ἐξενθὼν ἠρτημένον ἐν προθύροισι τοῖσι τεοῖσιν ἴδῃσ τὸν τλάμονα, μή με παρένθῃσ, στᾶθι δὲ καὶ βραχὺ κλαῦσον, ἐπισπείσασ δὲ τὸ δάκρυ λῦσον τῶ σχοίνω με καὶ ἀμφίθεσ ἐκ ῥεθέων σῶν εἵματα καὶ κρύψόν με, τὸ δ’ αὖ πύματόν με φίλασον, κἂν νεκρῷ χάρισαι τὰ σὰ χείλεα. (Theocritus, Idylls, 24)
(테오크리토스, Idylls, 24)
- ἀλλ’ ἄνεὠ ^ μὲν ἔκειτο, μεμυκὼσ χείλεα σιγῇ, σῶμά τε πυθόμενοσ καὶ ὀστέα καὶ χρόα καλόν, ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη ἀίδόσδε κατῆλθεν, ἄρρητον δὲ φίλοισι γόον καὶ πένθοσ ἔθηκεν, ἐκ πάντων δὲ μάλιστα Μάρθῃ Μαρίῃ τε ὁμαίμοισ αὐτοκασιγνήταισ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 40 1:2)
(작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 40 1:2)
유의어
-
몸체
- μέλος (부분, 일부, 팔다리)
- ἄρθρον (팔다리, 손가락)
- ἀγγεῖον (몸체, 몸)
- σῶμα (몸체, 몸)
- σκήνωμα (몸체, 몸)
- σκῆνος (몸체, 몸)
- σάρξ (몸체, 몸)
- πέλτη (몸체, 몸)
- κῶλον (팔, 다리, 아리)
- γυῖον (손, 손바닥, 바늘)
-
얼굴
- πρόσωπον (얼굴, 낯, 용모)
- ὤψ (얼굴빛, 낯)
- ἐνωπή (얼굴, 낯, 용모)
- ὑπώπιον (얼굴, 낯, 용모)
- κάρη (얼굴, 용모)
- στόμα (얼굴, 용모)
- ὤψ (얼굴, 용모)