Ancient Greek-English Dictionary Language

θρῖον

Second declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θρῖον θρῖου

Structure: θρι (Stem) + ον (Ending)

Etym.: Prob. from tri/s, from the three lobes of the figleaf.

Sense

  1. a fig-leaf
  2. a mixture of eggs, milk, lard, flour, honey, and cheese, omelette

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὡσ ἐγὼ πολλῶν ἀκούσασ οἶδα θρίων τὸν ψόφον. (Aristophanes, Wasps, Choral, trochees 1:4)
  • θρίων δ’ οἰχομένων ῥέα μὲν φλόγεσ, ἄλλοτε ῥιπαὶ πῆξαν σάρκα τυπῇσι, τὰ δ’ οὐ βάσιν ἐστήριξαν, θρῖα δ’ οὐ λέγει τὰ τῆσ συκῆσ, ἀλλὰ τὰ τῆσ μήκωνοσ οὔτε τί παι βρώμην ποτιδέγμενα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 5:1)
  • ἀστάφιδοσ, ἁλῶν, σιραίου, σιλφίου, τυροῦ, θύμου, σησάμου, νίτρου, κυμίνου, ῥοῦ, μέλιτοσ, ὀριγάνου, βοτανίων, ὄξουσ, ἐλαῶν, εἰσ ἀβυρτάκην χλόησ, καππάριδοσ, ᾠῶν, ταρίχουσ, καρδάμων, θρίων, ὀποῦ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 77 1:8)
  • οὐ σμύρνησ ἐκ Συρίασ ὀδμαὶ λιβάνου τε πνοαί,2 τερενοχρῶτεσ μαζῶν ὄψεισ, ἄρτων, ἀμύλων, πουλυποδείων, χολίκων, δημοῦ, φυσκῶν, ζωμοῦ, τεύτλων, θρίων, λεκίθου, σκορόδων, ἀφύησ, σκόμβρων, ἐνθρυμματίδων, πτισάνησ, ἀθάρησ, κυάμων, λαθύρων, ὤχρων, δολίχων, μέλιτοσ, τυροῦ, χορίων, πυῶν,3 καρύων, χόνδρου, κάραβοι ὀπτοί, τευθίδεσ ὀπταί, κεστρεὺσ ἑφθόσ, σηπίαι ἑφθαί, μύραιν’ ἑφθή, κωβιοὶ ἑφθοί, θυννίδεσ ὀπταί, φυκίδεσ ἑφθαί, βάτραχοι, πέρκαι, συνόδοντεσ, ὄνοι, βατίδεσ, ψῆτται, γαλεόσ, κόκκυξ, θρίσσαι, νάρκαι, ῥίνησ τεμάχη, σχαδόνεσ, βότρυεσ, σῦκα, πλακοῦντεσ, μῆλα, κράνειαι, ῥόαι, ἑρ́πυλλοσ, μήκων, ἀχράδεσ, κνῆκοσ, ἐλᾶαι, στέμφυλ’, ἄμητεσ, πράσα, γήτειον, κρόμμυα, φυστή, βολβοί, καυλοί, σίλφιον, ὄξοσ, μάραθ’, ᾠά, φακῆ, τέττιγεσ, ὀποί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)
  • καὶ ὅτι ἀπὸ Θριῶν τῶν Διὸσ γυγατέρων διωνομάσθησαν, ὡσ φερυκύδησ ἱστορεῖ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , unknown155)

Synonyms

  1. a fig-leaf

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION