Ancient Greek-English Dictionary Language

θριγκός

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θριγκός

Sense

  1. the topmost course of stones in a wall, the eaves, cornice, coping, a cornice
  2. the coping-stone, culmination
  3. a wall, fence

Examples

  • τὸ λοίσθιον δέ, θριγκὸσ ἀθλίων κακῶν, δούλη γυνὴ γραῦσ Ἑλλάδ’ εἰσαφίξομαι. (Euripides, The Trojan Women, episode, iambic18)
  • θριγκὸσ δ’ ἐφύπερθε δόμοιο λαΐνεοσ χαλκέῃσιν ἐπὶ γλυφίδεσσιν ἀρήρει. (Apollodorus, Argonautica, book 3 4:31)
  • μετὰ δὲ ταῦτα παρέστησαν τὴν τοῦτο κομιοῦσαν ἁρμάμαξαν, ἧσ κατεσκεύαστο κατὰ μὲν τὴν κορυφὴν καμάρα χρυσῆ, ἔχουσα φολίδα λιθοκόλλητον, ἧσ ἦν τὸ μὲν πλάτοσ ὀκτὼ πηχῶν, τὸ δὲ μῆκοσ δώδεκα, ὑπὸ δὲ τὴν ὑπωροφίαν παρ’ ὅλον τὸ ἔργον θριγκὸσ χρυσοῦσ, τῷ σχήματι τετράγωνοσ, ἔχων τραγελάφων προτομὰσ ἐκτύπουσ, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι χρυσοῖ διπάλαιστοι, δι’ ὧν κατακεκρέμαστο στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῖσ διαπρεπῶσ κατηνθισμένον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 5:1)
  • χάλκεοι μὲν γὰρ τοῖχοι ἐληλέδατ’ ἔνθα καὶ ἔνθα, ἐσ μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, περὶ δὲ θριγκὸσ κυάνοιο· (Homer, Odyssey, Book 7 9:5)
  • κατὰ δὲ τὴν ἐσ τὸ πρυτανεῖον ὁδὸν Ἰνοῦσ ἐστιν ἡρῷον, περὶ δὲ αὐτὸ θριγκὸσ λίθων· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 42 13:1)

Synonyms

  1. the topmost course of stones in a wall

    • γεῖσον (the projecting part of the roof, the eaves, cornice)
  2. a wall

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION