헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πῶμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πῶμα πώματος

형태분석: πωματ (어간)

어원: Of unknown origin.

  1. 덮개, 뚜껑, 눈꺼풀
  1. lid, cover

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πῶμα

덮개가

πώματε

덮개들이

πώματα

덮개들이

속격 πώματος

덮개의

πωμάτοιν

덮개들의

πωμάτων

덮개들의

여격 πώματι

덮개에게

πωμάτοιν

덮개들에게

πώμασιν*

덮개들에게

대격 πῶμα

덮개를

πώματε

덮개들을

πώματα

덮개들을

호격 πῶμα

덮개야

πώματε

덮개들아

πώματα

덮개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καθάπερ γὰρ ὁ Σωκράτησ παρῄνει φυλάττεσθαι τῶν βρωμάτων ὅσα μὴ πεινῶντασ ἐσθίειν ἀναπείθει, καὶ τῶν πωμάτων ὅσα πίνειν μὴ διψῶντασ· (Plutarch, De curiositate, section 13 3:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 13 3:1)

  • ἐκέλευε φυλάττεσθαι τῶν σιτίων ὅσα μὴ πεινῶντασ ἐσθίειν ἀναπείθει καὶ τῶν πωμάτων ὅσα πίνειν μὴ διψῶντασ, οὕτω χρὴ καὶ τῶν λόγων τὸν ἀδολέσχην, οἷσ ἥδεται μάλιστα καὶ κέχρηται κατακόρωσ, τούτουσ φοβεῖσθαι καὶ πρὸσ τούτουσ ἐπιρρέοντασ ἀντιβαίνειν. (Plutarch, De garrulitate, section 222)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 222)

  • πρῶτοσ μὲν ὁ Σωκράτησ παρακελευόμενοσ φυλάττεσθαι τῶν βρωμάτων ὅσα μὴ πεινῶντασ ἐσθίειν εἰν ἀναπείθει , καὶ τῶν πωμάτων ὅσα πίνειν μὴ διψῶντασ, οὐχ ἁπλῶσ τὸ χρῆσθαι τούτοισ ἀπηγόρευσεν, ἀλλὰ χρῆσθαι δεομένουσ ἐδίδασκε καὶ τὸ ἡδὺ κατατάττοντασ αὐτῶν εἰσ τὸ ἀναγκαῖον, ὥσπερ οἱ τὰ θεωρικὰ ποιοῦντεσ ἐν ταῖσ πόλεσι στρατιωτικά. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 61)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 61)

  • παρεφύλαξε δὲ ὥστε μηδὲ οἴκοι προδειπνήσαντασ ἐξεῖναι βαδίζειν ἐπὶ τὰ συσσίτια πεπληρωμένουσ ἑτέρων ἐδεσμάτων ἢ πωμάτων· (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 61)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 61)

  • παρεφύλαξε δὲ ὥστε μηδὲ οἴκοι προδειπνήσαντασ ἐξεῖναι βαδίζειν ἐπὶ τὰ συσσίτια, πεπληρωμένουσ ἑτέρων ἐδεσμάτων ἢ πωμάτων· (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 6 1:1)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 6 1:1)

유의어

  1. 덮개

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION